ἀμισθί: Difference between revisions
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans récompense, gratuitement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμισθος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[sans récompense]], [[gratuitement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄμισθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:14, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. of ἄμισθος, without reward or hire, Archil.41. E.Tr. 409, D.24.99; rent-free, SIG344 (Teos); χρημάτων καὶ δόξης ἀ. without reward of money or honour, Plu.Arist.3; ἀ. ἐπαινεθέντες only paid with praise, Brut.Ep.38; ἀ. θεάσασθαι without paying, Plu.CG 12. [ῐ Archil. l.c.]
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμισθεί ICr.2.12.9.5 (Eleuterna, Creta V a.C.), D.24.99, POxy.729.9 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ Archil.96]
adv.
I 1sin ganar nada, sin cobrar, gratuitamente ἀ. γὰρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν Archil.96, ἀμισθεὶ ταῦτα ποιήσομεν D.l.c., ἀ. συντελεῖν Aristeas 258, ἅπασι δοθῆναι οἰκίας τοῖς Λεβεδίοις ἀ. SIG 344.6 (Teos IV a.C.), ἀ. καὶ ἀσιτὶ ἠργάσαντο LXX Ib.24.6, παρέχοντος αὐτοῖς κατ' ἔτος ἀ. ὄνους δεκάπεντε POxy.729.9 (II a.C.), θεριοῦμέν σοι ἀμισ[θ] εὶ ἡμέραν μίαν PSarap.51.18 (II a.C.), cf. quizá ICr.l.c.
2 sin recompensa οὐ χρημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ δόξης ... ἀ. ningún tipo de recompensa, ni de dinero, ni de gloria Plu.Arist.3, ἐπαινεθέντες ἀ. sin recompensa, excepto la alabanza Brut.Ep.38, cf. Clem.Al.Strom.4.22.136.
II sin pagar, gratis ἀμισθὶ ταύταις (sc. νομαῖς) ἐχρῶντο usaban de ellos (de los pastos) sin pagar I.AI 16.291, cf. 1.251, ὅπως οἱ πένητες ... ἀ. θεάσασθαι δύνωνται Plu.CG 12, τὴν ἀλήθειαν οὐκ οἴεσθαι δεῖν θεωρεῖν ἀ. Iambl.Protr.9
•fig. οὔ τἂν ἀ. τοὺς ἐμοὺς στρατηλάτας ... ἐξέπεμπες ἂν χθονός te costaría caro haber echado a mis jefes de esta tierra E.Tr.409.
German (Pape)
[Seite 125] ohne Lohn, unentgeltlich, Eur. Tr. 409; ποιεῖν Dem. 24, 99; Plut. vrbdt χρημάτων καὶ δόξης προῖκα καὶ ἀμ., ohne Belohnung an Geld und Ehre, Arist. 3; Luc. D. D. 1 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans récompense, gratuitement.
Étymologie: ἄμισθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμισθί: adv.
1 без вознаграждения, даром (ποιεῖν τι Dem.; λαβεῖν τι Eur. ap. Plut.): οὐ χρημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ δόξης ἀ. Plut. не получая взамен не только денег, но и славы;
2 безнаказанно Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμισθί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμισθος, Ἀρχίλ. 38, Εὐρ. Τρῳ. 409, Δημ. 731. 20· χρημάτων καὶ δόξης ἀμ., ἄνευ ἀμοιβῆς χρημάτων καὶ δόξης, Πλουτ. Ἀριστ. 3. [ῐ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμισθί) ἄμισθος
δίχως μισθό, δίχως αμοιβή, δωρεάν.
Greek Monotonic
ἀμισθί: [ῑ], επίρρ. του ἄμισθος, σε Ευρ., Δημ.· χρημάτων ἀμ., χωρίς την ανταμοιβή των χρημάτων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[adv of ἄμισθος
Eur., Dem., χρημάτων ἀμ. without reward of money, Plut.