θελκτικός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thelktikos | |Transliteration C=thelktikos | ||
|Beta Code=qelktiko/s | |Beta Code=qelktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]]), δύναμις Sch. E. ''Or.'' 211. | |Definition=ή, όν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]]), [[δύναμις]] Sch. E. ''Or.'' 211. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:56, 11 March 2023
English (LSJ)
ή, όν, = θελκτήριος (charming, enchanting), δύναμις Sch. E. Or. 211.
German (Pape)
[Seite 1193] dasselbe, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.
Greek (Liddell-Scott)
θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.