τυφῶν: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(Bailly1_5)
 
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>part. prés. de</i> [[τυφόω]].<br />ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tourbillon de vent, trombe d’eau, ouragan;<br /><b>2</b> foudre, éclair accompagné de tonnerre;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[τῦφος]] II.<br />'''Étymologie:''' [[τύφω]].
|btext=<span class="bld">2</span><i>part. prés. de</i> [[τυφόω]].<br />ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[tourbillon de vent]], [[trombe d'eau]], [[ouragan]];<br /><b>2</b> [[foudre]], [[éclair accompagné de tonnerre]];<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[τῦφος]] II.<br />'''Étymologie:''' [[τύφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῡφῶν:''' ῶνος ὁ [[вихрь]], [[ураган]], [[смерч]] Arst., Plut.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[τυφῶν]], -ῶνος, ΝΑ, και [[τυφώς]], -ῶ, Α<br />[[σίφωνας]], [[κυκλώνας]], [[θύελλα]], [[ανεμοστρόβιλος]], [[λαίλαπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) <b>(μετεωρ.)</b><br />[[τροπικός]] [[κυκλώνας]], [[βίαιος]] [[στρόβιλος]] αέρα που καλύπτει [[κατά]] τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] [[πάνω]] από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> α) [[είδος]] κομήτη<br />β) ο [[αστερισμός]] της Μεγάλης Άρκτου ή [[μέρος]] του αστερισμού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]], [[αλαζονεία]]<br /><b>3.</b> (σε μαγική [[φράση]], σε [[ξόρκι]]) [[γάιδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Τυφωεύς]].
}}
{{pape
|ptext=ῶνος, ὁ, = [[τυφώς]].
}}
}}

Latest revision as of 15:51, 10 April 2023

French (Bailly abrégé)

2part. prés. de τυφόω.
ῶνος (ὁ) :
1 tourbillon de vent, trombe d'eau, ouragan;
2 foudre, éclair accompagné de tonnerre;
3 c. τῦφος II.
Étymologie: τύφω.

Russian (Dvoretsky)

τῡφῶν: ῶνος ὁ вихрь, ураган, смерч Arst., Plut.

Greek Monolingual

ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ή μέρος του αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, = τυφώς.