πέλυξ: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος, ὁ, Α<br />ξύλινο [[αγγείο]], πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο [[στόμιο]], το οποίο χρησίμευε [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] για [[άρμεγμα]], η [[πέλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πέλλα]] (Ι) «[[δοχείο]] για [[άρμεγμα]]» [[κατά]] το [[κάλυξ]].<br /> <b>(II)</b><br />-υκος, ὁ, ΑΜ<br />[[είδος]] πελέκεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πέλεκυς]], [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>υξ</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος, ὁ, Α<br />ξύλινο [[αγγείο]], πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο [[στόμιο]], το οποίο χρησίμευε [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] για [[άρμεγμα]], η [[πέλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πέλλα]] (Ι) «[[δοχείο]] για [[άρμεγμα]]» [[κατά]] το [[κάλυξ]].<br /> <b>(II)</b><br />-υκος, ὁ, ΑΜ<br />[[είδος]] πελέκεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πέλεκυς]], [[κατά]] τα ονόματα σε -<i>υξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[βόμβυξ]], [[κάλυξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
English (LSJ)
υκος, ὁ, A = πέλλα 1, Poll.10.105. II a kind of axe, LXX Je. 23.29, Babr.64.9 (with ῡ), Ath.9.392b, PHamb.10.40 (ii A.D.); rejected as barbarous by Phot. s.v. πέλεκυς:—Dim. πελύκιον, τό, Peripl.M.Rubr.6,17, PRyl.393v 15 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 552] υκος, ὁ, = πέλιξ, bei den LXX. = πέλεκυς, von Phot. als ein barbarisches Wort bezeichnet. Den gen. πέλυκος führt Ath. IX, 392 b ohne Erkl. an. Vgl. Lob. Paralipp. p. 140.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
1 écuelle ou bassin de bois;
2 hache.
Étymologie: cf. πέλεκυς.
Greek (Liddell-Scott)
πέλυξ: -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. πέλλα. ΙΙ. εἶδος πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.
Greek Monolingual
(I)
-υκος, ὁ, Α
ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ.
(II)
-υκος, ὁ, ΑΜ
είδος πελέκεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλεκυς, κατά τα ονόματα σε -υξ (πρβλ. βόμβυξ, κάλυξ)].
Greek Monotonic
πέλυξ: -υκος, ὁ, είδος πέλεκυ, σε Βάβρ.
Frisk Etymological English
See also: s. πέλεκυς and 1. πέλλα.
Middle Liddell
πέλυξ, υκος,
a kind of axe, Babr.