Τούρκος: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[Τούρκα]] και Τούρκισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τουρκική [[καταγωγή]], που ανήκει στο τουρκικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μωαμεθανός]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις;»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκληρός]] και [[άσπλαχνος]] [[άνθρωπος]]<br />β) πολύ θυμωμένος, [[έξαλλος]] από [[οργή]] («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως προσηγ.</b>) <i>τούρκος</i><br />(για [[ξίδι]] ή οινοπνευματώδες [[ποτό]]) πολύ [[αψύς]] («αυτό το [[ξίδι]] [[είναι]] τούρκος»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν [[Τούρκος]], οθωμανικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>turk</i>. Η λ. [[Τούρκος]] απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει [[σχέση]] ή προέρχεται από τους Τούρκους (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκο</i>-[[λόγος]], <i>τουρκο</i>-[[μερίτης]], <i>τουρκο</i>-[[φάγος]]). Παράλληλα, όμως, λόγω της αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό <i>τουρκ</i>(<i>ο</i>)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. του σκληρού, του άγριου, του βίαιου (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκ</i>-[[άλογο]], <i>τουρκό</i>-<i>γερος</i>), [[αλλά]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με [[χροιά]] υποτιμητική ή υβριστική ( | |mltxt=ο, θηλ. [[Τούρκα]] και Τούρκισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τουρκική [[καταγωγή]], που ανήκει στο τουρκικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μωαμεθανός]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις;»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκληρός]] και [[άσπλαχνος]] [[άνθρωπος]]<br />β) πολύ θυμωμένος, [[έξαλλος]] από [[οργή]] («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως προσηγ.</b>) <i>τούρκος</i><br />(για [[ξίδι]] ή οινοπνευματώδες [[ποτό]]) πολύ [[αψύς]] («αυτό το [[ξίδι]] [[είναι]] τούρκος»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν [[Τούρκος]], οθωμανικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>turk</i>. Η λ. [[Τούρκος]] απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει [[σχέση]] ή προέρχεται από τους Τούρκους (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκο</i>-[[λόγος]], <i>τουρκο</i>-[[μερίτης]], <i>τουρκο</i>-[[φάγος]]). Παράλληλα, όμως, λόγω της αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό <i>τουρκ</i>(<i>ο</i>)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. του σκληρού, του άγριου, του βίαιου (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκ</i>-[[άλογο]], <i>τουρκό</i>-<i>γερος</i>), [[αλλά]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με [[χροιά]] υποτιμητική ή υβριστική ([[πρβλ]]. [[τουρκόβοϊδο]], [[τουρκόσπορος]]) για να δηλώσει την [[αντίσταση]] στη γνωστή σκληρή [[στάση]] τών Τούρκων [[απέναντι]] στους Έλληνες και γενικότερα στους χριστιανούς]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν
1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος
2. (κατ' επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;»)
3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος
β) πολύ θυμωμένος, έξαλλος από οργή («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)
4. (το αρσ. ως προσηγ.) τούρκος
(για ξίδι ή οινοπνευματώδες ποτό) πολύ αψύς («αυτό το ξίδι είναι τούρκος»)
5. φρ. «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν Τούρκος, οθωμανικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. turk. Η λ. Τούρκος απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση ή προέρχεται από τους Τούρκους (πρβλ. τουρκο-λόγος, τουρκο-μερίτης, τουρκο-φάγος). Παράλληλα, όμως, λόγω της αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό τουρκ(ο)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. του σκληρού, του άγριου, του βίαιου (πρβλ. τουρκ-άλογο, τουρκό-γερος), αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις με χροιά υποτιμητική ή υβριστική (πρβλ. τουρκόβοϊδο, τουρκόσπορος) για να δηλώσει την αντίσταση στη γνωστή σκληρή στάση τών Τούρκων απέναντι στους Έλληνες και γενικότερα στους χριστιανούς].