χαραδριός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χαλαδριός]] Μ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[χαραδριίδες]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σφυριχτής]] ή [[κιτρινοπούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ) [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]] («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαράδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιός</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>αἰγυπ</i>-<i>ιός</i>, <i>ἐρωδ</i>-<i>ιός</i>). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>charadrius</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χαλαδριός]] Μ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[χαραδριίδες]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σφυριχτής]] ή [[κιτρινοπούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ) [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]] («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαράδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιός</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών ([[πρβλ]]. [[αἰγυπιός]], [[ἐρωδιός]]). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>charadrius</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:43, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰραδριός Medium diacritics: χαραδριός Low diacritics: χαραδριός Capitals: ΧΑΡΑΔΡΙΟΣ
Transliteration A: charadriós Transliteration B: charadrios Transliteration C: charadrios Beta Code: xaradrio/s

English (LSJ)

ὁ, a bird, prob. the thickknee or Norfolk plover, Charadrius oedicnemus, Ar.Av.266,1141, Hp.Int.37, Arist.HA593b15, 615a1, LXX Le.11.19, De.14.17(18); it was very greedy, hence prov. χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Pl.Grg.494b; the sight of it was held to be a cure for the jaundice, cf. Hippon.52, Plu.2.681c, Ael.NA17.13.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem Brachvogel ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ βίος Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pluvier, oiseau de ravin.
Étymologie: χαράδρα.

Russian (Dvoretsky)

χᾰραδριός:птица ржанка (Charadrius) или зуек (Eudromias) Arph., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰραδριός: ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον ὅθενπαροιμία: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, ἔνθα ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. ἴκτερος ΙΙ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαλαδριός Μ
ζωολ. γένος, τυπικό της οικογένειας χαραδριίδες, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σφυριχτής ή κιτρινοπούλι
αρχ.
(μτφ) αδηφάγος, λαίμαργος άνθρωπος («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα -ιός που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αἰγυπιός, ἐρωδιός). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. charadrius].

Greek Monotonic

χᾰραδριός: ὁ, κιτρινωπό πτηνό που κατοικεί σε χαράδρες (χαράδραι), πιθ. πτηνό με μακρύ ράμφος, σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον ζῆν, λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χᾰραδριός, οῦ, ὁ, [χαράδραι]
perhaps a yellowish bird dwelling in clefts the curlew, Ar.: χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Plat.