περικλειτός: Difference between revisions
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[περικλεής]], [[ένδοξος]], φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλειτός]] «[[ένδοξος]]» ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[περικλεής]], [[ένδοξος]], φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλειτός]] «[[ένδοξος]]» ([[πρβλ]]. [[δουρικλειτός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, κλείω (B), κλέος) far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.
German (Pape)
[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.
Russian (Dvoretsky)
περικλειτός: Theocr. = περικλεής.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρικλειτός)].
Greek Monotonic
περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.
Middle Liddell
περι-κλειτός, ή, όν
famed all round, farfamed, Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=περίφημος, ξακουστός). Ἀπό τό περί + κλειτός πού παράγεται ἀπό τό κλέος (=δόξα), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.