πλειστήρης: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο αποτελούμενος από [[πολλά]] μέρη, [[πολλαπλός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], ο [[μακρός]] («[[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ( | |mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο αποτελούμενος από [[πολλά]] μέρη, [[πολλαπλός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], ο [[μακρός]] («[[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. [[κοπήρης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ες, manifold, ἅπας π. χρόνος all the whole length of time, A.Eu.763.
German (Pape)
[Seite 628] ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
très considérable.
Étymologie: πλεῖστος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
Russian (Dvoretsky)
πλειστήρης: многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός
2. (κατ' επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κοπήρης)].
Greek Monotonic
πλειστήρης: -ες (*ἄρω), πολυμερής, πολλαπλός, ἅπας πλειστήρης χρόνος, ολόκληρη η έκταση του χρόνου, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστήρης: -ες, (πλεῖστος) πολλαπλοῦς, ἅπας πλ. χρόνος, ὅλος ὁ μακρὸς χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
Middle Liddell
πλειστ-ήρης, ες [*ἄρω]
manifold, ἅπας πλ. χρόνος all the whole length of time, Aesch.