ἀποπρό: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
mNo edit summary
m (Text replacement - "<<><>>" to "")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[away]] [[from]], [[far]] [[from]]; τιν<&lt;><&gt;>ς.
|auten=[[away]] [[from]], [[far]] [[from]]; τινς.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:27, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπρό Medium diacritics: ἀποπρό Low diacritics: αποπρό Capitals: ΑΠΟΠΡΟ
Transliteration A: apopró Transliteration B: apopro Transliteration C: apopro Beta Code: a)popro/

English (LSJ)

A Adv. afar off, πολλὸν ἀποπρὸ φέρων Il.16.669. 2 as preposition c. gen., away from, τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν ib.7.334, cf. E.HF1081, Or.142, etc.

Spanish (DGE)

1 adv. lejos hacia adelante πολλὸν ἀποπρὸ φέρων Il.16.669, ἀποπρὸ δὲ Βέβρυκα πύκτην a lo lejos, el pugilista bébrice Euph.57, cf. E.Or.142.
2 prep. c. gen. lejos de τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν Il.7.334, ἀποπρὸ δωμάτων E.HF 1081, ἀποπρὸ γαίας E.Ph.1738, ἀποπρὸ Πυλῶν Nicaenet.1.10.

German (Pape)

[Seite 320] fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.

French (Bailly abrégé)

1 adv. loin en avant;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, πρό.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπρό:
I adv. далеко вперед Hom.
II в знач. praep. cum gen. вдали от (νεῶν Hom.; δωμάτων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρό: (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. μακράν, πολὺ μακράν, Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει εἶναι μόνον ἰσχυρότερος τύπος τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.

English (Autenrieth)

away from, far from; τινς.

Greek Monolingual

ἀποπρό επίρρ. (Α)
1. πολύ μακριά
2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας»).

Greek Monotonic

ἀποπρό:1. επίρρ., μακριά, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πρόθ. με γεν., μακριά από, στο ίδ., Ευρ.

Middle Liddell


1. far away, afar off, Il.
2. prep. c. gen. far away from, Il., Eur.