πολυανθής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πολυανθής
|Medium diacritics=πολυανθής
|Low diacritics=πολυανθής
|Capitals=ΠΟΛΥΑΝΘΗΣ
|Transliteration A=polyanthḗs
|Transliteration B=polyanthēs
|Transliteration C=polyanthis
|Beta Code=poluanqh/s
|Definition=ές, (< [[ἀνθέω]]) [[blooming]], [[ὕλη]] ''Od.'' 14.353; [[ἔαρ]] ''h.Hom.'' 19.17; [[πτερύγων]] [[χροιή]] Mosch. 2.59, cf. Opp. ''C.'' 1.320, al.; in later Prose, [[θύμβρα]] ''Gp.'' 15.44.4; [[parti-coloured]], [[στρωμναί]] DS. 31.8, cf. 5.30; poet. fem. [[πολυάνθεα]], [[γλήχων]] Nic. ''Th.'' 877.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[abondant en fleurs]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυανθής -ές &#91;[[πολύς]], [[ἄνθος]]] [[met veel bloemen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυανθής:''' [[изобилующий цветами]] ([[ὕλη]] Hom.; [[ἔαρ]] HH; ἔρωτες Anacr.).
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἄνθος]]): [[much]] or [[luxuriantly]] [[blooming]], Od. 14.353†.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] [[άνθη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνή [[βλάστηση]] («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[ευανθής]], [[λευκανθής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυανθής:''' -ές, αυτός που είναι [[γεμάτος]] λουλούδια, [[ανθοφόρος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]])· [[πλήρης]] ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.
|lstext='''πολυανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]])· [[πλήρης]] ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-ανθής, ές<br />[[much]]-blossoming, [[blooming]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 16:51, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυανθής Medium diacritics: πολυανθής Low diacritics: πολυανθής Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΗΣ
Transliteration A: polyanthḗs Transliteration B: polyanthēs Transliteration C: polyanthis Beta Code: poluanqh/s

English (LSJ)

ές, (< ἀνθέω) blooming, ὕλη Od. 14.353; ἔαρ h.Hom. 19.17; πτερύγων χροιή Mosch. 2.59, cf. Opp. C. 1.320, al.; in later Prose, θύμβρα Gp. 15.44.4; parti-coloured, στρωμναί DS. 31.8, cf. 5.30; poet. fem. πολυάνθεα, γλήχων Nic. Th. 877.

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en fleurs.
Étymologie: πολύς, ἄνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen.

Russian (Dvoretsky)

πολυανθής: изобилующий цветами (ὕλη Hom.; ἔαρ HH; ἔρωτες Anacr.).

English (Autenrieth)

ές (ἄνθος): much or luxuriantly blooming, Od. 14.353†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα
1. αυτός που έχει πολλά άνθη
2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευανθής, λευκανθής].

Greek Monotonic

πολυανθής: -ές, αυτός που είναι γεμάτος λουλούδια, ανθοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανθής: -ές, (ἀνθέωπλήρης ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.

Middle Liddell

πολυ-ανθής, ές
much-blossoming, blooming, Od.