μυριόλεκτος: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), | |mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[ιδιόλεκτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:35, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, said ten thousand times, X.HG5.2.17, Longin.Rh.p.190H., Poll.6.206, Aristaenet.2.20.
German (Pape)
[Seite 219] zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
redit dix mille fois.
Étymologie: μυρίος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόλεκτος: сказанный бесчисленное множество раз, тысячекратно повторенный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόλεκτος: -ον, ὁ μυριάκις λεχθείς, πολυθρύλητος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.
Greek Monolingual
μυριόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, χιλιοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιόλεκτος].
Greek Monotonic
μῡριόλεκτος: -ον, αυτός που έχει ειπωθεί δέκα χιλιάδες φορές, σε Ξεν.
Middle Liddell
μῡριό-λεκτος, ον
said ten thousand times, Xen.