ὀξυδερκής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>δερκής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), [[πρβλ]]. [[πολυδερκής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυδερκής Medium diacritics: ὀξυδερκής Low diacritics: οξυδερκής Capitals: ΟΞΥΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: oxyderkḗs Transliteration B: oxyderkēs Transliteration C: oksyderkis Beta Code: o)cuderkh/s

English (LSJ)

ές, A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al. : Comp. -έστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10 : Sup. -έστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. -κῶς Ph.1.590 : Comp. -έστερον ib.229. II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.

German (Pape)

[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠδερκής: обладающий острым зрением, зоркий Her., Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυδερκής].

Greek Monotonic

ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

ὀξῠ-δερκής, ές δέρκομαι
quick-sighted, Hdt., Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.