κίκι: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]).
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκι Medium diacritics: κίκι Low diacritics: κίκι Capitals: ΚΙΚΙ
Transliteration A: kíki Transliteration B: kiki Transliteration C: kiki Beta Code: ki/ki

English (LSJ)

τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.), castor oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.

French (Bailly abrégé)

κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).

German (Pape)

εως, τό, auch κῖκι akzentuiert, der Wunderbaum, ricinus, sonst κρότων genannt, aus dessen Frucht ein abführendes Öl gepreßt wird, das auch so heißt; Her. 2.94; Plat. Tim. 60a; Strab. XVII.824 und A.

Russian (Dvoretsky)

κίκι: κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.

Greek Monolingual

το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος].

Greek Monotonic

κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.

Greek (Liddell-Scott)

κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτωςκαρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.

Middle Liddell

the castor berry, Hdt.