ἀμολγεύς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμολγεύς:''' έως ὁ подойник Theocr., Anth. | |elrutext='''ἀμολγεύς:''' έως ὁ [[подойник]] Theocr., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:00, 11 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, milk-pail, Theoc.8.87, AP9.224 (Crin.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
colodra Theoc.8.87, AP 9.224 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 127] έως ὁ, Melkeimer, Theocr. 8, 87; Crinag. 26 (IX, 224).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
vase à traire.
Étymologie: ἀμέλγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμολγεύς: έως ὁ подойник Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμολγεύς: έως, ὁ, ἀγγεῖον πρὸς ἄμελξιν, καδίσκος, «καρδάρι», Λατ. mulctra, Θεόκρ. 8. 87, Ἀνθ. Π. 9. 224.
Greek Monolingual
ἀμολγεὺς (έως), ο (Α) ἀμέλγω
δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν, καρδάρα.
Greek Monotonic
ἀμολγεύς: -έως, ὁ (ἀμέλγω), καρδάρα για το γάλα, Λατ. mulctra, σε Θεόκρ., Ανθ.