αὔχα: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext=[[αὔχη]]: дор. [[αὔχα]] ἡ только pl. [[гордыня]], [[высокомерие]] Pind. | |elrutext=[[αὔχη]]: дор. [[αὔχα]] ἡ [[только]] pl. [[гордыня]], [[высокомерие]] Pind. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 09:00, 11 May 2023
English (Slater)
αὔχα self-confidence, pride (v. Barrett on Eur., Hipp. 952) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) cf. Lobel on P. Oxy. 2637, fr. 1a. 13, 37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): αὐχά Hsch.
jactancia, orgullo, αὔχα γλυκερά Ibyc.220.13S., μ[είζο] ν' αὔχαν τίθεμαι περὶ τούτων Ibyc.221.5S., κενεόφρονες αὖχαι vanas jactancias Pi.N.11.29, cf. Hsch.
Russian (Dvoretsky)
αὔχη: дор. αὔχα ἡ только pl. гордыня, высокомерие Pind.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel