πεταχτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηδηχ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πηδηχτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη
2. ζωηρός, ευκίνητος
3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή
η πεταχτάρα
4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό
το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο
3. φρ. «στα πεταχτά»
α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα στα πεταχτά»)
β) (για κυνηγό) με σκόπευση του πουλιού καθώς αυτό πετάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. του πετώ + κατάλ. -τος (πρβλ. πηδηχτός)].