χιτωνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κιθωνίσκος]] Α<br />υποκορ. τ. του [[χιτώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]] σπυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[κιθωνίσκος]] Α<br />υποκορ. τ. του [[χιτώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος<br /><b>2.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]] σπυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[ὀβελίσκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐτωνίσκος Medium diacritics: χιτωνίσκος Low diacritics: χιτωνίσκος Capitals: ΧΙΤΩΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: chitōnískos Transliteration B: chitōniskos Transliteration C: chitoniskos Beta Code: xitwni/skos

English (LSJ)

(κιθωνίσκος ib.1523.18), Dim. of χιτών, A short frock (ὑπὲρ γονάτων X.An.5.4.13), worn by men, Ar.Av.946, Lys.10.10, Phld.Ir.p.39W., etc.; with a girdle, Pl.Hp.Mi.368c; ὥστε με . . θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι D.21.216, cf. Pl.Hp.Mi. 368c: less freq. of women, shift, D.19.197, IG22.1514.12, al.; σχιστὸς χ. Apollod.Com.12. II coat of an abscess, Archig. ap. Aët.8.76.

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, dim. von χιτών; Ar. Av. 946. 955; γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων Plat. Legg. XII, 954 a; Lys. 10, 16; Folgde; Pol. 3, 114, 4; Plut. Num. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petite tunique courte pour les hommes.
Étymologie: χιτών.

Russian (Dvoretsky)

χῐτωνίσκος:хитониск, короткий хитон Lys., Arph., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χῐτωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ χιτών, βραχὺς χιτών, (ὑπὲρ γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν ἔνδυμα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· μετὰ ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὥστε με .. θοἰμάτιον προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α
υποκορ. τ. του χιτώνας
αρχ.
1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος
2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελίσκος)].

Greek Monotonic

χῐτωνίσκος: ὁ, υποκορ. του χιτών, κοντό ένδυμα που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, πουκάμισο, σε Δημ.

Middle Liddell

χῐτωνίσκος, ὁ, [Dim. of χιτών
a short frock, worn by men, Ar., Xen., etc.; of women, a shift, Dem.

English (Woodhouse)

tunic, undergarment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)