μυκτηρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myktirismos
|Transliteration C=myktirismos
|Beta Code=mukthrismo/s
|Beta Code=mukthrismo/s
|Definition=ὁ, = [[μυκτήρισμα]] ([[turning up the nose]], [[sneering]]), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>34(35).16</span>, al., Anon. <span class="title">Oxy.</span>2086 <span class="title">Fr.</span>1r14; <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sarcasm]], Quint.<span class="title">Inst.</span>8.6.59: pl., Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.9. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[cheating]], <span class="bibl">Men.1039</span>.</span>
|Definition=ὁ, = [[μυκτήρισμα]] ([[turning up the nose]], [[sneering]]), [[LXX]] ''Ps.''34(35).16, al., Anon. ''Oxy.''2086 ''Fr.''1r14;<br><span class="bld">A</span> [[sarcasm]], Quint.''Inst.''8.6.59: pl., Phld.''Herc.''1457.9.<br><span class="bld">2</span> [[cheating]], Men.1039.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηρισμός''': ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, [[περίγελως]]· [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν [[εἶδος]] εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι [[λόγος]] διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς [[ὅταν]] ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν [[ἔργον]] ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ [[πνεῦμα]] διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.
|lstext='''μυκτηρισμός''': ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων [[ἐμπαιγμός]], [[περίγελως]]· [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν [[εἶδος]] εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι [[λόγος]] διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς [[ὅταν]] ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν [[ἔργον]] ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ [[πνεῦμα]] διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυκτηρισμός]], Α και [[μυκτηριασμός]]) [[μυκτηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[εμπαιγμός]], [[χλευασμός]], [[σαρκασμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρακτικός]] [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους ρήτορες) [[είδος]] ειρωνείας<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] χλευασμού<br /><b>3.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυκτηρισμός]], Α και [[μυκτηριασμός]]) [[μυκτηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[εμπαιγμός]], [[χλευασμός]], [[σαρκασμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρακτικός]] [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους ρήτορες) [[είδος]] ειρωνείας<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] χλευασμού<br /><b>3.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]].
}}
}}

Revision as of 11:02, 12 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηρισμός Medium diacritics: μυκτηρισμός Low diacritics: μυκτηρισμός Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: myktērismós Transliteration B: myktērismos Transliteration C: myktirismos Beta Code: mukthrismo/s

English (LSJ)

ὁ, = μυκτήρισμα (turning up the nose, sneering), LXX Ps.34(35).16, al., Anon. Oxy.2086 Fr.1r14;
A sarcasm, Quint.Inst.8.6.59: pl., Phld.Herc.1457.9.
2 cheating, Men.1039.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, das Naserümpfen, Verhöhnen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηρισμός: ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, περίγελως· ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν εἶδος εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι λόγος διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς ὅταν ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν ἔργον ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ πνεῦμα διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) μυκτηρίζω
1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός
2. πειρακτικός λόγος
αρχ.
1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας
2. αντικείμενο χλευασμού
3. απάτη, εξαπάτηση.