μέτηλυς: Difference between revisions
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέτηλυς]], -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβαίνει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που εγκαθίσταται σε [[ξένο]] [[τόπο]], [[μέτοικος]] («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει [[θέση]] («[[μέτηλυς]] [[ὀμφητήρ]]», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μέτηλυς]], -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβαίνει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που εγκαθίσταται σε [[ξένο]] [[τόπο]], [[μέτοικος]] («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει [[θέση]] («[[μέτηλυς]] [[ὀμφητήρ]]», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[έπηλυς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 13 May 2023
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) A one who passes from one place to another, foreign settler, PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; μετήλυδες Ὠκεανοῖο, of cranes, Tryph.352. II as adjective, μ. ὀμφητήρ Id.133; changing, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, of a dancer, Nonn.D.10.241, 12.365.
German (Pape)
[Seite 160] υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.
Greek (Liddell-Scott)
μέτηλῠς: -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, μέτοικος, Διον. Π. 689· πρβλ. μέτοικος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241.
Greek Monolingual
μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο
2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)
αρχ.
(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- του -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπηλυς)].