τροχίσκος: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, dim. von [[τροχός]], <i>[[kleines]] Rad, [[kleine]] [[Kugel]]</i>, dah. <i>[[Seifenkugel]], [[Pille]]</i> und dgl.; <i>Schol. Nic. Al</i>. 412; Alex.Trall.
|ptext=ὁ, dim. von [[τροχός]], <i>[[kleines Rad]], [[kleine Kugel]]</i>, dah. <i>[[Seifenkugel]], [[Pille]]</i> und dgl.; <i>Schol. Nic. Al</i>. 412; Alex.Trall.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 07:03, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχίσκος Medium diacritics: τροχίσκος Low diacritics: τροχίσκος Capitals: ΤΡΟΧΙΣΚΟΣ
Transliteration A: trochískos Transliteration B: trochiskos Transliteration C: trochiskos Beta Code: tro/xiskos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, Dim. of τροχός,
A small wheel or small circle, Arist. Mech.848a25, Apollod.Poliorc.155.9.
2 troche or trochisk, of honey, Arist.Mir.831b27; of soap, medicine, etc., Thphr.HP9.9.3, Antyll. ap. Orib.10.24.1, Sor.2.41, Gal.12.276.
3 earring, LXX Ez.16.12.
4 a metal ball, let fall to mark time, Lyd.Mag.2.16.

German (Pape)

ὁ, dim. von τροχός, kleines Rad, kleine Kugel, dah. Seifenkugel, Pille und dgl.; Schol. Nic. Al. 412; Alex.Trall.

Russian (Dvoretsky)

τροχίσκος:колесико, кружок Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τροχός, μικρὸς τροχὸς ἢ κύκλος. κυκλίσκος, Ἀριστ. Μηχαν. ἐν τῷ προοιμ. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1. 2) σφαιρίδιον, σφαιρίδιον σάπωνος, καταπότιον, Γαλην. ΙΙ. 87Β. 3) ἐνώτιον, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 12). 4) σφαῖρα μεταλλίνη πίπτουσα εἰς δήλωσιν χρόνου, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν 2. 16.

Spanish

panecillo redondo

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα
νεοελλ.
δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια
αρχ.
1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι
2. καταπότιο
3. σκουλαρίκι
4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική πλάκα και μετρούσε την ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].

Léxico de magia

panecillo redondo hecho con madroño, miel, aceite de palmera y piedra imán ποίησον τροχίσκους, ὅσους ἐὰν ἐθέλῃς haz unos panecillos, cuantos quieras P III 190