ψυγείο: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(47c) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / ψυγεῖον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] ή [[ειδικός]] [[χώρος]] που ψύχεται με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] παλαιότερα) ειδικό [[έπιπλο]] για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η [[ψύξη]] διασφαλίζεται με τη [[χρήση]] πάγου, κν. [[παγωνιέρα]]<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για [[προστασία]] τους από την [[υπερθέρμανση]]<br /><b>4.</b> όχημα ή [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα [[έτσι]] ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυγείο]] αυτοκινήτου» — [[εναλλάκτης]] θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η [[θερμότητα]] του ψυκτικού υγρού του κινητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[σκεύος]] στο οποίο ψύχεται [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[ψυκτήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψυγ</i>- του αορ. <i>ἐψύγην</i> του [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. [[σφαγεῖον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 13 May 2023
Greek Monolingual
το / ψυγεῖον, ΝΑ
νεοελλ.
1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα
2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η ψύξη διασφαλίζεται με τη χρήση πάγου, κν. παγωνιέρα
3. τεχνολ. σύστημα απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για προστασία τους από την υπερθέρμανση
4. όχημα ή πλοίο εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα έτσι ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα
5. φρ. «ψυγείο αυτοκινήτου» — εναλλάκτης θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η θερμότητα του ψυκτικού υγρού του κινητήρα
αρχ.
1. (κυρίως κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο ψύχεται νερό
2. ψυκτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του αορ. ἐψύγην του ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -εῖον (πρβλ. σφαγεῖον)].