θραῦσις: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1217.png Seite 1217]] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1217.png Seite 1217]] ἡ, das [[Zerbrechen]], Plut. plac. phil. 3, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:23, 23 May 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, (θραύω) A comminution, opp. κάταξις, Arist.Mete. 386a13, 390b7, Placit.3.3.7, Sor.Fract.12. II slaughter, LXX 2 Ki. 17.9; destruction by plague, ib.24.15, Nu.16.48. III falling off of hair in patches, Gal.19.430. IV = ὀργή, πληγή, σφῦρα ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3.
Greek Monolingual
θραύση και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῦσις) θραύω
1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη
2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή
νεοελλ.
1. τεχνολ. η λύση της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη καταπόνηση του
2. φρ. «κάνω θραύση» α) προκαλώ μεγάλη καταστροφή
β) επικρατώ πλήρως, θριαμβεύω
αρχ.
η κατά τόπους πτώση τών τριχών της κεφαλής.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser.
Étymologie: θραύω.
Greek (Liddell-Scott)
θραῦσις: -εως, ἡ, (θραύω) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D.
Russian (Dvoretsky)
θραῦσις: εως ἡ ломание, разбивание Arst., Plut.