χρηματοποιός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "|Full diacritics" to "|Full diacritics") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics=χρημᾰτοποιός | |||
|Medium diacritics=χρηματοποιός | |Medium diacritics=χρηματοποιός | ||
|[[low|Low]] diacritics=χρηματοποιός | |[[low|Low]] diacritics=χρηματοποιός |
Revision as of 13:19, 25 May 2023
English (LSJ)
όν, money-making, money-getting, Ar. Ec.442; τέχνη X.Oec.20.15.
German (Pape)
[Seite 1374] Vermögen verschaffend, gewährend; Ar. Eccl. 442; Xen. Oec. 20, 15.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui procure des richesses, de l'argent.
Étymologie: χρῆμα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτοποιός: умеющий наживать: πρᾶγμα χρηματοποιόν Arph. создание, ловкое насчет наживы; τέχνη χ. Xen. прибыльное искусство, доходное дело.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοποιός: -όν, ὁ χρημάτων ποριστικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442· τέχνη Ξεν. Οἰκ. 20, 15.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός με τον οποίο αποκτά κανείς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ποιός.
Greek Monotonic
χρημᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν.