ζαφελής: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zafelis | |Transliteration C=zafelis | ||
|Beta Code=zafelh/s | |Beta Code=zafelh/s | ||
|Definition=ές, [[violent]], with Adv. | |Definition=ές, [[violent]], with Adv. [[ζαφελῶς]], Hsch.; cf. [[ἐπιζαφελῶς]]· [[πάνυ]] [[ἀφελής]], Suid.; — also [[ζάφελος]], ον, Nic. ''Al.'' 556, ''EM'' 408.17. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζᾰφελής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = [[πάνυ]] [[ἀφελής]]. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, [[ὅπερ]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ | |lstext='''ζᾰφελής''': -ές, [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = [[πάνυ]] [[ἀφελής]]. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, [[ὅπερ]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζαφελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ορμητικός]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πάνυ]] [[αφελής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαφελῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγαλοκότως», βιαίως. | |mltxt=[[ζαφελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ορμητικός]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πάνυ]] [[αφελής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαφελῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγαλοκότως», βιαίως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 9 June 2023
English (LSJ)
ές, violent, with Adv. ζαφελῶς, Hsch.; cf. ἐπιζαφελῶς· πάνυ ἀφελής, Suid.; — also ζάφελος, ον, Nic. Al. 556, EM 408.17.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰφελής: -ές, ὁρμητικός, βίαιος, μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = πάνυ ἀφελής. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, ὅπερ ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.
Greek Monolingual
ζαφελής, -ές (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής».
επίρρ...
ζαφελῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως.