ἴπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iptomai
|Transliteration C=iptomai
|Beta Code=i)/ptomai
|Beta Code=i)/ptomai
|Definition=fut. <b class="b3">ἴψομαι</b>: aor. 1 <b class="b3">ἰψάμην</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">press hard, oppress</b>, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν <span class="bibl">Il.1.454</span>, <span class="bibl">16.237</span>; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν <span class="bibl">2.193</span>: generally, [[hurt]], [[harm]], <b class="b3">σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω</b>; Theoc.<span class="title">Adon.</span>19, cf. <span class="bibl">Str. 8.6.7</span>:—Act., ἴπτω, = [[βλάπτω]], only in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>481.3</span>; <b class="b3">ἶψαι, ἴψας</b>, Hsch. (Perh. related to <b class="b3">ἰάπτω</b> (B) or to <b class="b3">ἶπος</b>.)</span>
|Definition=fut. ἴψομαι: aor. 1 [[ἰψάμην]]:—[[press hard]], [[oppress]], μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Il.1.454, 16.237; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν 2.193: generally, [[hurt]], [[harm]], <b class="b3">σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω</b>; Theoc.''Adon.''19, cf. Str. 8.6.7:—Act., ἴπτω, = [[βλάπτω]], only in ''EM''481.3; [[ἶψαι]], [[ἴψας]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Perh. related to [[ἰάπτω]] (B) or to [[ἶπος]].)
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἴψομαι, <i>ao.</i> ἰψάμην;<br /><b>1</b> [[presser]], [[accabler]];<br /><b>2</b> [[blesser]], [[endommager]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰπόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴπτομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[поражать]], [[карать]] ([[μέγα]] [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[поражать]], [[повреждать]], [[ранить]] (τὸν μηρόν Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴπτομαι''': μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[καταπιέζω]], μέγα [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· [[τάχα]] ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[βλάπτω]], Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΙΠ, [[ἶπος]], [[ἰπόω]], κτλ.)
|lstext='''ἴπτομαι''': μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[καταπιέζω]], μέγα [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· [[τάχα]] ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] βλάβην, [[βλάπτω]], Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΙΠ, [[ἶπος]], [[ἰπόω]], κτλ.)
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἴψομαι, <i>ao.</i> ἰψάμην;<br /><b>1</b> presser, accabler;<br /><b>2</b> blesser, endommager.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰπόω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴπτομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> поражать, карать ([[μέγα]] [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поражать, повреждать, ранить (τὸν μηρόν Theocr.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴπτομαι Medium diacritics: ἴπτομαι Low diacritics: ίπτομαι Capitals: ΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: íptomai Transliteration B: iptomai Transliteration C: iptomai Beta Code: i)/ptomai

English (LSJ)

fut. ἴψομαι: aor. 1 ἰψάμην:—press hard, oppress, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Il.1.454, 16.237; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν 2.193: generally, hurt, harm, σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω; Theoc.Adon.19, cf. Str. 8.6.7:—Act., ἴπτω, = βλάπτω, only in EM481.3; ἶψαι, ἴψας, Hsch. (Perh. related to ἰάπτω (B) or to ἶπος.)

French (Bailly abrégé)

f. ἴψομαι, ao. ἰψάμην;
1 presser, accabler;
2 blesser, endommager.
Étymologie: cf. ἰπόω.

Russian (Dvoretsky)

ἴπτομαι:
1 поражать, карать (μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);
2 поражать, повреждать, ранить (τὸν μηρόν Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴπτομαι: μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., πιέζω ἰσχυρῶς, καταπιέζω, μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· τάχα ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· καθόλου, ἐπιφέρω βλάβην, βλάπτω, Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ ῥίζα εἶναι ΙΠ, ἶπος, ἰπόω, κτλ.)

English (Autenrieth)

fut. ἴψεται, aor. 2 sing. ἴψαο: smite, chastise, afflict; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193.

Greek Monolingual

ἴπτομαι (Α)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ζημιώνω
3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω
βλάπτω
4. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ- του ἶπος «βάρος, φορτίο», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. ἴψαο και μέλλ. ἴψεται στον Όμηρο].

Greek Monotonic

ἴπτομαι: μέλ. ἴψομαι, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ ἴψαο, αποθ., πιέζω ισχυρά, καταπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Meaning: press
See also: s. ἶπος.

Middle Liddell


, fut. ἴψομαι: epic 2nd sg. aor1 ἴψαο: Dep.:— to press hard, oppress, Il., Theocr.

Frisk Etymology German

ἴπτομαι: {*íptomai}
Forms: Aor. ἴψασθαι
Grammar: v.
Meaning: pressen, drücken
See also: s. ἶπος.
Page 1,735