περικλειτός: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikleitos
|Transliteration C=perikleitos
|Beta Code=perikleito/s
|Beta Code=perikleito/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, κλείω</b> (B), <b class="b3">κλέος</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">far-famed</b>, <span class="bibl">Theoc.17.34</span>, <span class="title">AP</span>9.434.3 (Theoc.), <span class="bibl">Q.S.3.305</span>.</span>
|Definition=περικλειτή, περικλειτόν, [[κλείω]] (B), [[κλέος]]) [[far-famed]], Theoc.17.34, ''AP''9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[célèbre tout alentour]], [[très illustre]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλειτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=περικλειτός -ή -όν &#91;[[περί]], [[κλείω]]] [[wijd en zijd beroemd]].
}}
{{elru
|elrutext='''περικλειτός:''' Theocr. = [[περικλεής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[περικλεής]], [[ένδοξος]], φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλειτός]] «[[ένδοξος]]» ([[πρβλ]]. [[δουρικλειτός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικλειτός:''' -ή, -όν, [[ολόγυρα]] [[ονομαστός]], [[περίφημος]], [[ξακουστός]], σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''περικλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]], [[κλέος]]) [[περικλεής]], [[περίφημος]], Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. [[περικλυτός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[κλειτός]], ή, όν<br />famed all [[round]], farfamed, Theocr.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[περίφημος]], [[ξακουστός]]). Ἀπό τό [[περί]] + [[κλειτός]] πού παράγεται ἀπό τό [[κλέος]] (=[[δόξα]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 16:07, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλειτός Medium diacritics: περικλειτός Low diacritics: περικλειτός Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: perikleitós Transliteration B: perikleitos Transliteration C: perikleitos Beta Code: perikleito/s

English (LSJ)

περικλειτή, περικλειτόν, κλείω (B), κλέος) far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.

German (Pape)

[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.

Russian (Dvoretsky)

περικλειτός: Theocr. = περικλεής.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρικλειτός)].

Greek Monotonic

περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.

Middle Liddell

περι-κλειτός, ή, όν
famed all round, farfamed, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=περίφημος, ξακουστός). Ἀπό τό περί + κλειτός πού παράγεται ἀπό τό κλέος (=δόξα), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.