ἀνήροτος: Difference between revisions
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anirotos | |Transliteration C=anirotos | ||
|Beta Code=a)nh/rotos | |Beta Code=a)nh/rotos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνήροτον, [[unploughed]], [[untilled]], γύαι A.Pr.708; [[without]] [[tillage]], ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neuter plural as adverb, [[ἀνήροτα]] = [[without being cultivated]], λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀνήροτος Luc.Lex.19. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνήροτον, unploughed, untilled, γύαι A.Pr.708; without tillage, ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neuter plural as adverb, ἀνήροτα = without being cultivated, λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀνήροτος Luc.Lex.19.
Spanish (DGE)
-ον
I no cultivado de plantas ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109, ἰλύς Nonn.D.40.433
•no arado γύαι A.Pr.708
•neutr. plu. como adv. sin cultivar Opp.C.1.462.
II usos fig.
1 carente de cultura, indocto (ψυχὴ τῶν θηρίων) ἀνήροτος Plu.2.987b.
2 de una mujer virgen Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 230] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 νῆσος ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch γυνή, Luc. Lex. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non labouré.
Étymologie: ἀ, ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήροτος:
1 невспаханный, невозделанный (νῆσος Hom.; γὐαι Aesch.: sc. γῆ Plut.);
2 бесплодный (γυνή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήροτος: -ον, (ἀρόω) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, ἀκαλλιέργητος, Ὀδ. Ι. 109, 123· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, καθότι Ἀττ. τύπος ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.
Greek Monolingual
ἀνήροτος, -ον (Α) αρώ
1. ο μη οργωμένος, ακαλλιέργητος
2. (για γυναίκα) ανύπαντρη.
Greek Monotonic
ἀνήροτος: -ον (ἀρόω), ακαλλιέργητος, ο μη οργωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.