διδυμάων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=didymaon
|Transliteration C=didymaon
|Beta Code=diduma/wn
|Beta Code=diduma/wn
|Definition=[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for [[δίδυμος]], used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., [[twins]], Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, [[two]], [[δούρατα]] ib.23.33: sg., [[double]], [[κεραίη]] ib.15.30; [[βουλή]] ib.4.179.
|Definition=[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, ''poet.'' for [[δίδυμος]], used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., [[twins]], Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, [[two]], [[δούρατα]] ib.23.33: sg., [[double]], [[κεραίη]] ib.15.30; [[βουλή]] ib.4.179.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμᾱ́ων Medium diacritics: διδυμάων Low diacritics: διδυμάων Capitals: ΔΙΔΥΜΑΩΝ
Transliteration A: didymáōn Transliteration B: didymaōn Transliteration C: didymaon Beta Code: diduma/wn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.

Spanish (DGE)

(δῐδῠμάων) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.

German (Pape)

[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal: Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.

Russian (Dvoretsky)

δῐδῠμάων: ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).

English (Autenrieth)

ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.

Greek Monolingual

διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.

Greek Monotonic

δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ (δίδυμος), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δῐδῠμά¯ων, ονος, n δίδυμος only in dual nom. and pl. dat.]
twin-brothers, twins, Il.