Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάμπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampos
|Transliteration C=kampos
|Beta Code=ka/mpos
|Beta Code=ka/mpos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a sea-monster]], Lyc.414. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἱπποδρόμος]] (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· <b class="b3">ἐλαίας εἶδος</b> (Lacon.), Id. (<b class="b3">-ούληρ</b> cod.).</span>
|Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[a sea-monster]], Lyc.414.<br><span class="bld">II</span> = [[ἱπποδρόμος]] (Sicel), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] καμπουλίρ· <b class="b3">ἐλαίας εἶδος</b> (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. [[κάμπη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1318.png Seite 1318]] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. [[κάμπη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάμπος:''' ὁ (~ лат. [[campus]]) ристалище (из сикульского) <span style="font-family:'Times New Roman', Cambria, serif';font-size:90%;">(Тронский)</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάμπος]])<br />[[πεδιάδα]], [[τόπος]] [[πεδινός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[βάθος]] ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το [[φόντο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ανοιχτός]], ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[στήριγμα]] («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)<br /><b>3.</b> ύπαιθρο, ύπαιθρος [[χώρα]]<br /><b>4.</b> ιδιόκτητη [[έκταση]], [[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[γύρω]] από ένα [[κτίσμα]]<br /><b>5.</b> ανοιχτή [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> [[πεδίο]] μάχης<br /><b>7.</b> [[παράταξη]] στρατευμάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] εἰς τὸν κάμπον» — [[κατεβαίνω]] στη [[μάχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χώρος]] στρατοπεδεύσεως, [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) «[[ιππόδρομος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>campus</i>, -<i>i</i> «[[πεδιάδα]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κάμπος]], τὸ (Α)<br />μεγάλο θαλάσσιο ζώο, [[κήτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κάμπη]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάμπος]])<br />[[πεδιάδα]], [[τόπος]] [[πεδινός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[βάθος]] ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το [[φόντο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ανοιχτός]], ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[στήριγμα]] («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)<br /><b>3.</b> ύπαιθρο, ύπαιθρος [[χώρα]]<br /><b>4.</b> ιδιόκτητη [[έκταση]], [[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[γύρω]] από ένα [[κτίσμα]]<br /><b>5.</b> ανοιχτή [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> [[πεδίο]] μάχης<br /><b>7.</b> [[παράταξη]] στρατευμάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] εἰς τὸν κάμπον» — [[κατεβαίνω]] στη [[μάχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χώρος]] στρατοπεδεύσεως, [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) «[[ιππόδρομος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>campus</i>, -<i>i</i> «[[πεδιάδα]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κάμπος]], τὸ (Α)<br />μεγάλο θαλάσσιο ζώο, [[κήτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κάμπη]] (II)].
}}
{{elru
|elrutext='''κάμπος:''' ὁ (~ лат. [[campus]]) ристалище (из сикульского) <span style="font-family:'Times New Roman', Cambria, serif';font-size:90%;">(Тронский)</span>
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπος Medium diacritics: κάμπος Low diacritics: κάμπος Capitals: ΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: kámpos Transliteration B: kampos Transliteration C: kampos Beta Code: ka/mpos

English (LSJ)

εος, τό,
A a sea-monster, Lyc.414.
II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).

German (Pape)

[Seite 1318] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. κάμπη.

Russian (Dvoretsky)

κάμπος: ὁ (~ лат. campus) ристалище (из сикульского) (Тронский)

Greek (Liddell-Scott)

κάμπος: «ἰππόδρομος. Σικελοὶ» Ἡσύχ.
εος, τὸ θαλάσσιόν τι τέρας, Λυκόφρ. 414· πρβλ. ἱππόκαμπος.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κάμπος)
πεδιάδα, τόπος πεδινός
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το βάθος ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το φόντο
μσν.
1. τόπος ανοιχτός, ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)
2. μτφ. βάση, στήριγμα («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)
3. ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
4. ιδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
5. ανοιχτή θάλασσα
6. πεδίο μάχης
7. παράταξη στρατευμάτων
8. φρ. «κατεβαίνω εἰς τὸν κάμπον» — κατεβαίνω στη μάχη
μσν.-αρχ.
χώρος στρατοπεδεύσεως, στρατόπεδο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) «ιππόδρομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campus, -i «πεδιάδα»].
(II)
κάμπος, τὸ (Α)
μεγάλο θαλάσσιο ζώο, κήτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμπη (II)].