λοίγιος: Difference between revisions
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loigios | |Transliteration C=loigios | ||
|Beta Code=loi/gios | |Beta Code=loi/gios | ||
|Definition= | |Definition=λοίγιον, ([[λοιγός]]) [[pestilent]], [[deadly]], λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be [[sorrow]], 21.533, 23.310; λ. [[πῆμα]] A.R.1.469: neut. pl. [[λοίγια]], of [[poison]]s, Androm. ap. Gal.14.37. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />pernicieux, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[pernicieux]], [[funeste]].<br />'''Étymologie:''' [[λοιγός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>[[verderblich]], [[Unheil]] [[bringend]], [[tödlich]]</i>; ἔργα, <i>Il</i>. 1.518, 573; [[οἴω]] λοίγι' [[ἔσεσθαι]], ich meine, es wird [[verderblich]] [[werden]], 21.533; sp.D., [[στόνυξ]], Lycophr. 795, [[πῆμα]], Ap.Rh. 1.469. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
λοίγιον, (λοιγός) pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι = I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.
German (Pape)
ον, verderblich, Unheil bringend, tödlich; ἔργα, Il. 1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι, ich meine, es wird verderblich werden, 21.533; sp.D., στόνυξ, Lycophr. 795, πῆμα, Ap.Rh. 1.469.
Russian (Dvoretsky)
λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).
Greek (Liddell-Scott)
λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
English (Autenrieth)
(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)
Greek Monolingual
λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.
Greek Monotonic
λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.