ὑπουργικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypourgikos
|Transliteration C=ypourgikos
|Beta Code=u(pourgiko/s
|Beta Code=u(pourgiko/s
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δύναμις <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.68C.</span>; γένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>143b</span>.</span>
|Definition=ὑπουργική, ὑπουργικόν, = [[ὑπουργός]] ([[rendering service]], [[serviceable]], [[conducive]], [[assistant]], [[servant]], [[promoting]]), δύναμις Procl. ''in Alc.'' p. 68C. ; γένος Jul. ''Gal.'' 143b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική [[απόφαση]]» β. «[[υπουργικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπουργικό [[συμβούλιο]]» — το [[σύνολο]] τών υπουργών της κυβέρνησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («[[γένος]] ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπουργικώς</i> / <i>ὑπουργικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπουργικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («καταβέβηκα, ἔφη<br />αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική [[απόφαση]]» β. «[[υπουργικός]] [[θώκος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπουργικό [[συμβούλιο]]» — το [[σύνολο]] τών υπουργών της κυβέρνησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)<br /><b>2.</b> [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («[[γένος]] ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῖς κρείττοσι», Ιουλιαν.)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπουργικώς</i> / <i>ὑπουργικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπουργικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] («καταβέβηκα, ἔφη<br />αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργικός Medium diacritics: ὑπουργικός Low diacritics: υπουργικός Capitals: ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: hypourgikós Transliteration B: hypourgikos Transliteration C: ypourgikos Beta Code: u(pourgiko/s

English (LSJ)

ὑπουργική, ὑπουργικόν, = ὑπουργός (rendering service, serviceable, conducive, assistant, servant, promoting), δύναμις Procl. in Alc. p. 68C. ; γένος Jul. Gal. 143b.

German (Pape)

[Seite 1238] ή, όν, zum ὑπουργός gehörig, dienstfertig, gefällig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργικός: -ή, -όν, ὑπηρετικός, ὑποχρεωτικός, ἀγαθός, εὐγενής, Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)
2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών της κυβέρνησης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)
2. υπηρετικός, δουλικόςγένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῖς κρείττοσι», Ιουλιαν.)
επίρρ...
υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό
μσν.-αρχ.
με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφη
αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).