συμπτωματικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symptomatikos
|Transliteration C=symptomatikos
|Beta Code=sumptwmatiko/s
|Beta Code=sumptwmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accidental</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.15.1</span>; <b class="b2">casual</b>, Gal.9.418. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν</b> <b class="b2">to be of the nature of coincidences</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Metaph.</span>28</span>, cf. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>105</span>.</span>
|Definition=συμπτωματική, συμπτωματικόν, [[accidental]], Thphr.HP7.15.1; [[casual]], Gal.9.418. Adv. [[συμπτωματικῶς]] ἔχειν = to [[be of the nature of coincidences]], Thphr.Metaph.28, cf. Ptol.Tetr.105.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt, Sp., bes. Medic.
}}
{{ls
|lstext='''συμπτωματικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Θεόδ. Στουδ. σ. 414Β. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετ. τῷ ἀνάγκῃ, τὰ μὲν συμπτωματικῶς, τὰ δ’ ἀνάγκῃ Θεοφρ. Μετὰ τὰ Φυσ. 320, 13· ἀντίθετ. τῷ παρατηρητικῶς, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 105.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπτωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i>]<br />αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[σύμπτωση]], [[τυχαίος]] (α. «συμπτωματική [[αντιμετώπιση]]» β. «συμπτωματική [[συστοιχία]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί [[σύμπτωμα]] νόσου («[[συμπτωματικός]] [[πυρετός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπτωματικά ορυκτά»<br /><b>(ορυκτ.)</b> τα ορυκτά συστατικά ενός πετρώματος που η [[παρουσία]] τους [[είναι]] τυχαία και οφείλεται σε κάποιο γεωλογικό ή μεταλλογενετικό [[φαινόμενο]]<br />β) «συμπτωματική [[θεραπεία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[θεραπεία]] που έχει για στόχο της την άμεση [[καταπολέμηση]] των συμπτωμάτων μιας νόσου, [[χωρίς]] να επηρεάζει την [[αιτία]] της<br />γ) «συμπτωματική [[νόσος]]» — [[αρρώστια]] που οφείλεται παθολογικά σε [[άλλη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπτωματικώς</i> / <i>συμπτωματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμπτωματικά</i> Ν<br />[[κατά]] [[σύμπτωση]], τυχαία.
}}
}}