ὑπεροίομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(43)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoiomai
|Transliteration C=yperoiomai
|Beta Code=u(peroi/omai
|Beta Code=u(peroi/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be very self-conceited</b>, aor. part. <b class="b3">-ησάμενοι</b>, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.</span>
|Definition=to [[be very self-conceited]], aor. part. -ησάμενοι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also [[ὑπεροιάζομαι]], Phot., Suid., prob. in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροίομαι Medium diacritics: ὑπεροίομαι Low diacritics: υπεροίομαι Capitals: ΥΠΕΡΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperoíomai Transliteration B: hyperoiomai Transliteration C: yperoiomai Beta Code: u(peroi/omai

English (LSJ)

to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:—also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ὑπεροιάζομαι Α
(αποθ.) (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) είμαι υπερβολικά φαντασμένος, υπέρμετρα αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + οἴομαι «πιστεύω, θεωρώ, προμαντεύω, φαντάζομαι». Ο τ. ὑπεροιάζομαι είναι εκφραστικός σχηματισμός κατά τα ρ. σε -άζω].