ἀσταθής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astathis
|Transliteration C=astathis
|Beta Code=a)staqh/s
|Beta Code=a)staqh/s
|Definition=ές, ([[ἵσταμαι]]) [[unsteady]], [[unstable]], κινήσεις Phld.Ir.p.26W.; αὖραι AP10.74 (Paul. Sil.), cf. Nonn.D.8.140, al.; [[διάνοια]] [[LXX]] 3 Ma. 5.39.
|Definition=ἀσταθές, ([[ἵσταμαι]]) [[unsteady]], [[unstable]], κινήσεις Phld.Ir.p.26W.; αὖραι AP10.74 (Paul. Sil.), cf. Nonn.D.8.140, al.; [[διάνοια]] [[LXX]] 3 Ma. 5.39.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰθής Medium diacritics: ἀσταθής Low diacritics: ασταθής Capitals: ΑΣΤΑΘΗΣ
Transliteration A: astathḗs Transliteration B: astathēs Transliteration C: astathis Beta Code: a)staqh/s

English (LSJ)

ἀσταθές, (ἵσταμαι) unsteady, unstable, κινήσεις Phld.Ir.p.26W.; αὖραι AP10.74 (Paul. Sil.), cf. Nonn.D.8.140, al.; διάνοια LXX 3 Ma. 5.39.

Spanish (DGE)

(ἀστᾰθής) -ές
1 no constante, irregular κεινήσεις (sic) Phld.Ir.8.34, αὖραι AP 10.74 (Paul.Sil.), ἀῆται Nonn.D.8.140
fig. διάνοια LXX 3Ma.5.39.
2 que se mueve sin cesar νῆες AP 6.28 (Iul.Aegypt.), ταῦροι Nonn.D.2.406, μήνιγγες Nonn.D.4.386, κύματα Nonn.D.17.307
de pers. inquieto, que se mueve sin cesar Nonn.Par.Eu.Io.20.10, βίοτος Nonn.D.3.298.

German (Pape)

[Seite 374] ές, unstät, αὖραι P. Sil. 71 (X, 74).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
instable, inconstant.
Étymologie: , ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰθής: Anth. = ἀστάθμητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰθής: -ές, (ἵσταμαι)· ὁ μὴ σταθερός, ἄστατος, ἀβέβαιος, ὁ ἀεὶ κινούμενος, ἀσταθέεσσι… αὔραις Ἀνθ. Π. 10. 74· κύμασιν ἀσταθέεσιν ἐσύρετο νεκρὸς Νόνν. Δ. 16. 307, καὶ πολλαχοῦ· - ὡσαύτως ἀστάθερος, ον, Βυζ.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσταθής, -ές) ίστημι
1. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλει σκέψεις και αρχές.

Greek Monotonic

ἀστᾰθής: -ές (ἵσταμαι), ασταθής, άστατος, αβέβαιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἵσταμαι
unsteady, unstable, Anth.