πολύσπαστος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyspastos | |Transliteration C=polyspastos | ||
|Beta Code=polu/spastos | |Beta Code=polu/spastos | ||
|Definition= | |Definition=πολύσπαστον, ([[σπάω]]) [[drawn by many cords]]: [[πολύσπαστον]], τό, [[compound pulley]], Hero Bel. 84.11, Ath.Mech.33.3, Plu.Marc.14, Gal.18(1).747. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, [[μηχάνημα]], ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, [[μηχάνημα]], ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύσπαστος:''' [[натягиваемый многими веревками или канатами]]: [[μηχάνημα]] [[πολύσπαστον]] Plut. = [[πολύσπαστον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπαστος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έλκεται ή σύρεται με [[πολλά]] [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[πολύσπαστος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έλκεται ή σύρεται με [[πολλά]] [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύσπαστο]]<br />(γενικά) [[σύμπλεγμα]] τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο [[βάρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (ειδικά) <b>τεχνολ.</b> [[σύνολο]] πολλών τροχαλιών τοποθετημένων σε [[κοινή]] τροχαλιοθήκη ή σε δύο τροχαλιοθήκες, από τις οποίες η [[επάνω]] τροχαλιοθήκη, η πάγια, [[είναι]] στερεωμένη σε σταθερό [[σημείο]], ενώ η [[κάτω]], η κινητή, φέρει [[άγκιστρο]] από το οποίο συγκρατείται το [[φορτίο]] που πρόκειται να ανυψωθεί και το οποίο χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] μεγάλων βαρών [[επειδή]] υποπολλαπλασιάζει την απαιτούμενη για την [[ανύψωση]] [[δύναμη]], αλλ. [[παλάγκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπαστός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται από [[πολλά]] [[σχοινιά]]· [[πολύσπαστον]], <i>τό</i>, σύνθετη [[τροχαλία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''πολύσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται από [[πολλά]] [[σχοινιά]]· [[πολύσπαστον]], <i>τό</i>, σύνθετη [[τροχαλία]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[πολύσπαστος]], ον, [[σπάω]]<br />[[drawn]] by [[many]] cords:— [[πολύσπαστον]], ου, a [[compound]] [[pulley]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύσπαστον, (σπάω) drawn by many cords: πολύσπαστον, τό, compound pulley, Hero Bel. 84.11, Ath.Mech.33.3, Plu.Marc.14, Gal.18(1).747.
German (Pape)
[Seite 673] von mehreren Seiten od. an mehreren Fäden gezogen, μηχάνημα, ein Flaschenzug, Plut. Marc. 14 u. Math. vett.
Russian (Dvoretsky)
πολύσπαστος: натягиваемый многими веревками или канатами: μηχάνημα πολύσπαστον Plut. = πολύσπαστον.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπαστος: -ον, (σπάω) ὁ διὰ πολλῶν σχοινίων συρόμενος· ― πολύσπαστον, τό, σύνθετος τροχαλία, Πλουτ. Μάρκελλ. 14, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσπαστος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο
(γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών τοποθετημένων σε κοινή τροχαλιοθήκη ή σε δύο τροχαλιοθήκες, από τις οποίες η επάνω τροχαλιοθήκη, η πάγια, είναι στερεωμένη σε σταθερό σημείο, ενώ η κάτω, η κινητή, φέρει άγκιστρο από το οποίο συγκρατείται το φορτίο που πρόκειται να ανυψωθεί και το οποίο χρησιμοποιείται για την ανύψωση μεγάλων βαρών επειδή υποπολλαπλασιάζει την απαιτούμενη για την ανύψωση δύναμη, αλλ. παλάγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σπαστός (< σπῶ)].
Greek Monotonic
πολύσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται από πολλά σχοινιά· πολύσπαστον, τό, σύνθετη τροχαλία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πολύσπαστος, ον, σπάω
drawn by many cords:— πολύσπαστον, ου, a compound pulley, Plut.