ἀναλογεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analogeion
|Transliteration C=analogeion
|Beta Code=a)nalogei=on
|Beta Code=a)nalogei=on
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> gloss on [[ἀναγνωστήριον]], Hsch.; [[manuale lectorium]], [[Gloss]]., cf. <span class="bibl">Poll.10.60</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.457</span>.</span>
|Definition=τό, gloss on [[ἀναγνωστήριον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[manuale lectorium]], ''Glossaria'', cf. Poll.10.60, Hdn.Gr.2.457.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[atril]] Hdn.Gr.2.457, Poll.10.60, Hsch.s.u. [[ἀναγνωστήριον]], <i>Eu.Thom.A</i> 15.2, <i>Gloss</i>.3.277.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀναλογεῖον''': καὶ [[ἀναλόγιον]] (μεταγ.), τό, «ἐν ᾧ τίθενται τὰ βιβλία» Σουΐδ., [[ἀναγνωστήριον]], [[ἀναλόγιον]], Πολυδ. 10. 60. ― «[[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἐπίκειται ἅγιον Εὐαγγέλιον» Κωδιν. π. Ὀφφικ. 6. 2.
|lstext='''ἀναλογεῖον''': καὶ [[ἀναλόγιον]] (μεταγ.), τό, «ἐν ᾧ τίθενται τὰ βιβλία» Σουΐδ., [[ἀναγνωστήριον]], [[ἀναλόγιον]], Πολυδ. 10. 60. ― «[[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἐπίκειται ἅγιον Εὐαγγέλιον» Κωδιν. π. Ὀφφικ. 6. 2.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ου, τό<br />[[atril]] Hdn.Gr.2.457, Poll.10.60, Hsch.s.u. [[ἀναγνωστήριον]], <i>Eu.Thom.A</i> 15.2, <i>Gloss</i>.3.277.
|mltxt=[[αναλογείο]] και [[αναλογειό]] και [[αλογειό]], το (ΑΜ [[ἀναλογεῖον]])<br />εκκλησιαστικό [[κυρίως]] [[έπιπλο]], [[επάνω]] στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας ακολουθίας (<b>βλ.</b> και [[αναλόγιο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χώρος]] [[γύρω]] από το [[αναλογείο]] ([[συνήθως]] υψηλότερος από το [[δάπεδο]] του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναλογεύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάλογος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλέγω]] «[[διαβάζω]] ένα [[σύγγραμμα]] απ' την [[αρχή]] [[μέχρι]] το [[τέλος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογεῖον Medium diacritics: ἀναλογεῖον Low diacritics: αναλογείον Capitals: ΑΝΑΛΟΓΕΙΟΝ
Transliteration A: analogeîon Transliteration B: analogeion Transliteration C: analogeion Beta Code: a)nalogei=on

English (LSJ)

τό, gloss on ἀναγνωστήριον, Hsch.; manuale lectorium, Glossaria, cf. Poll.10.60, Hdn.Gr.2.457.

Spanish (DGE)

-ου, τό
atril Hdn.Gr.2.457, Poll.10.60, Hsch.s.u. ἀναγνωστήριον, Eu.Thom.A 15.2, Gloss.3.277.

German (Pape)

[Seite 196] τό, Ort zum Aufbewahren von Nechnungsbüchern, VLL.; auch Lesepult, = ἀναγνωστήριον, Poll. 10, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογεῖον: καὶ ἀναλόγιον (μεταγ.), τό, «ἐν ᾧ τίθενται τὰ βιβλία» Σουΐδ., ἀναγνωστήριον, ἀναλόγιον, Πολυδ. 10. 60. ― «ἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἐπίκειται ἅγιον Εὐαγγέλιον» Κωδιν. π. Ὀφφικ. 6. 2.

Greek Monolingual

αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].