παγκοίτης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagkoitis | |Transliteration C=pagkoitis | ||
|Beta Code=pagkoi/ths | |Beta Code=pagkoi/ths | ||
|Definition= | |Definition=παγκοίτου, ὁ, [[where all must sleep]], παγκοίτης [[θάλαμος]], i.e. the [[grave]], S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, [[θάλαμος]], auch von der Unterwelt, 804. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, [[θάλαμος]], auch von der Unterwelt, 804. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui endort toute chose]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [[[πᾶς]], [[κοίτη]]] [[die iedereen doet inslapen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παγκοίτης:''' дор. [[παγκοίτας|παγκοίτᾱς]], ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех ([[θάλαμος]], [[Ἃιδης]] Soph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παγκοίτης]], ὁ (Α)<br />(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως [[κοίτη]] για όλους, δηλ. ο [[τάφος]] («ὁ παγκοίτας Ἅδας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παγκοίτης:''' -ου, ὁ ([[κοίτη]]), το [[μέρος]] όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]] δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.· [[πάγκοινος]] Ἅιδας, στον ίδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά. | |lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=παγ-κοίτης, ου, ὁ, [[κοίτη]]<br />[[where]] all must [[sleep]], [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]], i. e. the [[grave]], Soph.; π. Ἅιδας Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
παγκοίτου, ὁ, where all must sleep, παγκοίτης θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui endort toute chose.
Étymologie: πᾶς, κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.
Russian (Dvoretsky)
παγκοίτης: дор. παγκοίτᾱς, ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех (θάλαμος, Ἃιδης Soph.).
Greek Monolingual
παγκοίτης, ὁ (Α)
(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κοίτης (< κοίτη)].
Greek Monotonic
παγκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), το μέρος όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, θάλαμος παγκοίτας δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.· πάγκοινος Ἅιδας, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.
Middle Liddell
παγ-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη
where all must sleep, θάλαμος παγκοίτας, i. e. the grave, Soph.; π. Ἅιδας Soph.