λησίμβροτος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lisimvrotos | |Transliteration C=lisimvrotos | ||
|Beta Code=lhsi/mbrotos | |Beta Code=lhsi/mbrotos | ||
|Definition= | |Definition=λησίμβροτον, ([[λήθω]], [[βροτός]]) [[taking men unawares]], [[cheat]], [[thief]], h.Merc.339. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui trompe les mortels]], [[trompeur]], [[voleur]].<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]], [[βροτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λησίμβροτος:''' ὁ [[обманщик]], [[мошенник]], [[вор]] HH. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339. | |lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, [[πρβλ]]. [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[θελξίμβροτος]], [[τερψίμβροτος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λησίμβροτος:''' -ον ([[λήθω]], [[βροτός]]), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, [[κλέφτης]], [[απατεώνας]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=λησί-μβροτος, ον [[λήθω]], [[βροτός]]<br />[[taking]] men unawares, a [[thief]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
λησίμβροτον, (λήθω, βροτός) taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.
Russian (Dvoretsky)
λησίμβροτος: ὁ обманщик, мошенник, вор HH.
Greek (Liddell-Scott)
λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
Greek Monolingual
λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
λησίμβροτος: -ον (λήθω, βροτός), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, κλέφτης, απατεώνας, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
λησί-μβροτος, ον λήθω, βροτός
taking men unawares, a thief, Hhymn.