πραΰτροπος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=praytropos | |Transliteration C=praytropos | ||
|Beta Code=prau/+tropos | |Beta Code=prau/+tropos | ||
|Definition= | |Definition=πραΰτροπον, [[gentle of mood]], τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
πραΰτροπον, gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰτροπος: мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῦ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλότροπος].