λεοντόχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leontochlainos
|Transliteration C=leontochlainos
|Beta Code=leonto/xlainos
|Beta Code=leonto/xlainos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clad in a lion's skin</b>, APl.4.94 (Arch.).</span>
|Definition=λεοντόχλαινον, [[clad in a lion's skin]], APl.4.94 (Arch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0029.png Seite 29]] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0029.png Seite 29]] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[revêtu d'une crinière de lion]].<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[χλαῖνα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόχλαινος''': -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. [[λεοντάγχωνος]].
|lstext='''λεοντόχλαινος''': -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. [[λεοντάγχωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεοντόχλαινος]], -ον (Α)<br />ντυμένος με [[δέρμα]] λιονταριού, με [[λεοντή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χλαινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χλαίνη]]), [[πρβλ]]. [[θηρόχλαινος]], [[μελάγχλαινος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεοντόχλαινος:''' -ον ([[χλαῖνα]]), αυτός που είναι περιβεβλημένος με [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεοντό-χλαινος, ον [[χλαῖνα]]<br />clad in a [[lion]]'s [[skin]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόχλαινος Medium diacritics: λεοντόχλαινος Low diacritics: λεοντόχλαινος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: leontóchlainos Transliteration B: leontochlainos Transliteration C: leontochlainos Beta Code: leonto/xlainos

English (LSJ)

λεοντόχλαινον, clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 29] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d'une crinière de lion.
Étymologie: λέων, χλαῖνα.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόχλαινος: -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. λεοντάγχωνος.

Greek Monolingual

λεοντόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρόχλαινος, μελάγχλαινος].

Greek Monotonic

λεοντόχλαινος: -ον (χλαῖνα), αυτός που είναι περιβεβλημένος με δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεοντό-χλαινος, ον χλαῖνα
clad in a lion's skin, Anth.