σύμμιγμα: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmigma | |Transliteration C=symmigma | ||
|Beta Code=su/mmigma | |Beta Code=su/mmigma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[commixture]], Plu.2.922a, 955a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ [[φύραμα]] Plut. fac. orb. lun. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ [[φύραμα]] Plut. fac. orb. lun. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[mélange]].<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμμιγμα:''' ατος τό смесь (ἀέρος καὶ [[πυρός]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α. | |lstext='''σύμμιγμα''': τό, [[μῖγμα]], τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:44, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, commixture, Plu.2.922a, 955a.
German (Pape)
[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
σύμμιγμα: ατος τό смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].