σημαιοφόρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simaioforos | |Transliteration C=simaioforos | ||
|Beta Code=shmaiofo/ros | |Beta Code=shmaiofo/ros | ||
|Definition=<span | |Definition=v. [[σημειοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0874.png Seite 874]] die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />porte-enseigne (<i>cf. lat.</i> signifer).<br />'''Étymologie:''' [[σημαία]], [[φέρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σημαιοφόρος, -ου, ὁ vaandeldrager. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σημαιοφόρος:''' ὁ [[знаменосец]] Polyb., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σημαιοφόρος''': -ον, Λατ. signifer, ὁ φέρων, κρατῶν τὴν σημαίαν, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ. 6. 24, 6, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η / [[σημαιοφόρος]] -ον, ΝΜΑ, και [[σιμαιοφόρος]] Μ, και [[σημαιαφόρος]] και [[σημειοφόρος]] και [[σημεαφόρος]] και [[σημηαφόρος]] και [[σημιαφόρος]] και [[σιμιαφόρος]] και [[σημιαφώρος]] Α<br />αυτός που κρατάει τη [[σημαία]] σε μια [[εκδήλωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[βαθμός]] αξιωματικού στο πολεμικό [[ναυτικό]], που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού<br /><b>2.</b> [[πρωταγωνιστής]] ή [[πρωτεργάτης]] σε [[πολιτική]], κοινωνική ή [[άλλη]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαία]] / [[σημεία]] / [[σημέα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σημαιοφόρος:''' -ον ([[σημαία]], [[φέρω]]), Λατ. [[signifer]], αυτός που κρατάει [[λάβαρο]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σημαιο-[[φόρος]], ον, [[σημαία]], [[φέρω]]<br />Lat. [[signifer]], a [[standard]]-[[bearer]], Polyb. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
v. σημειοφόρος.
German (Pape)
[Seite 874] die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porte-enseigne (cf. lat. signifer).
Étymologie: σημαία, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημαιοφόρος, -ου, ὁ vaandeldrager.
Russian (Dvoretsky)
σημαιοφόρος: ὁ знаменосец Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σημαιοφόρος: -ον, Λατ. signifer, ὁ φέρων, κρατῶν τὴν σημαίαν, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ. 6. 24, 6, κτλ.
Greek Monolingual
ο, η / σημαιοφόρος -ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α
αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση
νεοελλ.
1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό, που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού
2. πρωταγωνιστής ή πρωτεργάτης σε πολιτική, κοινωνική ή άλλη κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία / σημεία / σημέα + -φόρος].
Greek Monotonic
σημαιοφόρος: -ον (σημαία, φέρω), Λατ. signifer, αυτός που κρατάει λάβαρο, σε Πολύβ.
Middle Liddell
σημαιο-φόρος, ον, σημαία, φέρω
Lat. signifer, a standard-bearer, Polyb.