ἐναρμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enarmonios
|Transliteration C=enarmonios
|Beta Code=e)narmo/nios
|Beta Code=e)narmo/nios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of musical sound]], [[musical]], ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>654a</span>; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>290b22</span>; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>7.4</span>; [[νέκταρ]], of music, <span class="title">AP</span>7.29 (Antip. Sid.): metaph., [[in harmony with]], ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι <span class="bibl">Ti.Locr.103c</span>. Adv. -ίως <span class="bibl">Ph.1.107</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>32</span>, Eustr. [[inEN]]9.2, <span class="bibl">Eust.1422.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in Lit. Crit., [[harmonious]], περίοδος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>24</span>; <b class="b3">μεταβολαὶ ἐ</b>. changes [[of harmony]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.</span>19</span>, cf. ib.<span class="bibl">6</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Music, [[enharmonic]], συστήματα <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.17M.</span>; [[δίεσις]] ib.<span class="bibl">p.47</span> M.; ἐ. μέλη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>918b22</span> ([[si vera lectio|s. v.l.]]), cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>667.1</span>, etc.</span>
|Definition=ἐναρμόνιον,<br><span class="bld">A</span> [[of musical sound]], [[musical]], ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.''Lg.''654a; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.''Cael.''290b22; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.''DDeor.''7.4; [[νέκταρ]], of music, ''AP''7.29 (Antip. Sid.): metaph., [[in harmony with]], ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c. Adv. [[ἐναρμονίως]] Ph.1.107, Corn.''ND''32, Eustr. [[inEN]]9.2, Eust.1422.19.<br><span class="bld">2</span> in Lit. Crit., [[harmonious]], [[περίοδος]] D.H.''Dem.''24; <b class="b3">μεταβολαὶ ἐ.</b> changes [[of harmony]], Id.''Comp.''19, cf. ib.6 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> in Music, [[enharmonic]], συστήματα Aristox.''Harm.''p.17M.; [[δίεσις]] ib.p.47 M.; ἐ. μέλη Arist.''Pr.''918b22 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''667.1, etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναρμόνιος Medium diacritics: ἐναρμόνιος Low diacritics: εναρμόνιος Capitals: ΕΝΑΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: enarmónios Transliteration B: enarmonios Transliteration C: enarmonios Beta Code: e)narmo/nios

English (LSJ)

ἐναρμόνιον,
A of musical sound, musical, ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg.654a; ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22; ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.7.4; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with, ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c. Adv. ἐναρμονίως Ph.1.107, Corn.ND32, Eustr. inEN9.2, Eust.1422.19.
2 in Lit. Crit., harmonious, περίοδος D.H.Dem.24; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 (Comp.).
II in Music, enharmonic, συστήματα Aristox.Harm.p.17M.; δίεσις ib.p.47 M.; ἐ. μέλη Arist.Pr.918b22 (s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.

Spanish (DGE)

-ον
I 1mús. armónico ἡ ἔνρυθμός τε καὶ ἐ. αἴσθησις el sentido del ritmo y de la armonía Pl.Lg.654a, de las esferas φορά Pl.R.530d, ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλων τῶν ἄστρων Arist.Cael.290b22, cf. Ph.2.226, Orph.H.8.9, κίνησις Ach.Tat.Intr.Arat.16.5, Iul.Gal.11.69c, ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Luc.DDeor.11.4, (νέκταρ) ref. a la música AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Phld.Mus.4.2.15, Porph.Sent.18.
2 esp. de uno de los tres géneros del sistema musical enarmónico μέλη Arist.Pr.918b22, cf. Ph.1.652, Basil.M.29.212B, συστήματα Aristox.Harm.6.10, δίεσις Aristox.Harm.58.5, ἡ ἐ. τῆς τέχνης μελῳδία D.S.3.69, ἡ ... φύσις ... τείνασα τὰ ἐναρμόνια καὶ χρωματικὰ καὶ διατονικὰ γένη Ph.1.245, cf. Aristox.Harm.Ox.1, Anon.Bellerm.25.
3 aplicado a la lengua y en ret. armonioso περίοδος D.H.Dem.24.7, ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.Comp.6.8, ἀριθμοὶ καὶ λόγοι Plu.2.1024e, 1032c, cf. Eun.VS 502, μῖξις del diálogo y la comedia, Luc.Prom.Es.5, τάσις Clem.Al.Paed.2.4.41
subst. τὸ ἐ. la armonía entre las palabras, Gr.Nyss.Eun.1.652.
II adv. -ως armoniosamente Ph.1.107, Corn.ND 32, Plot.4.3.12, Eustr.in EN 9.2, Eust.1422.19, ref. a la creación, Hippol.Haer.4.11.1.

German (Pape)

[Seite 830] übereinstimmend, schicklich; καὶ ἔνρυθμος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; τινί, Tim. Locr. 103 c u. Folgde. Bes. in der alten Musik, γένος ἐν. od. τὸ ἐναρμόνιον, von διάτονον u. χρωματικόν durch die Reihenfolge der Intervalle verschieden, Plut. Symp. 9, 14, 3, Music.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
harmonieux, en accord parfait ; abs. τὸ ἐναρμόνιον PLUT gamme d'accord parfait.
Étymologie: ἐν, ἁρμονία.

Russian (Dvoretsky)

ἐναρμόνιος:
1 созвучный, стройный, гармоничный (αἴσθησις Plat.; φωνὴ τῶν φερομένων ἄστρων Arst.);
2 муз. энгармонический (μέλη Arst.; γένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναρμόνιος: -ον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, τὴν ἔνρυθμόν τε καὶ ἐναρμόνιον αἴσθησιν μεθ’ ἡδονῆς, τὴν μεθ’ ἡδονῆς αἴσθηση τοῦ ῥυθμοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας, Πλάτ. Νόμ. 654Α, κτλ.· τινι Τίμ Λοκρ. 103C· ἐναρμόνιον μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4 ΙΙ. ἐν τῇ ἑλληνικῇ μουσικῇ γένος (ἢ μέλος) ἐναρμόνιον ἢ ἐναρμονικὸν ἢ ἐναρμόνιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἐναρμόνιος κλῖμαξ ἁπλουστέρα τῆς χρωματικῆς καὶ αὐτῆς ἔτι τῆς διατονικῆς, Πλούτ. 2. 711C, 744C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 6· ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον Ἀριστ. Προβλ. 19. 15· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Μουσ. σ. ΧΧ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐναρμόνιος, -ον)
αρμονικός, μουσικός, μελωδικός
νεοελλ.
μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση
αρχ.
1. αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε κάτι
2. (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον γένος» — μουσικό γένος που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό
3. αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο γένος.
επίρρ...
εναρμονίως
1. με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά
2. ενάρμοστα, συμμετρικά.

Greek Monotonic

ἐναρμόνιος: -ον (ἁρμονία), σύμφωνος, αρμονικός, ταιριαστός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐν-αρμόνιος, ον adj ἁρμονία
in accord or harmony, Luc.