σηρικός: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sirikos | |Transliteration C=sirikos | ||
|Beta Code=shriko/s | |Beta Code=shriko/s | ||
|Definition= | |Definition=σηρική, σηρικόν, ([[Σήρ]])<br><span class="bld">A</span> [[Seric]], [[silken]], ἐσθής Luc.''Salt.''63; [[παραπετάσματα]], [[σκευή]], D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as [[substantive]], σηρικόν, τό, [[silken robe]], [[silk]], Apoc.18.12 ([[varia lectio|v.l.]] [[σιρικόν]]), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.<br><span class="bld">2</span> [[σηρικά]], τά, [[jujubes]], Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.<br><span class="bld">3</span> [[σηρικόν]] (fort. [[συρικόν]]), τό, a [[red pigment]], Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; [[Syricum pigmentum]], [[quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt]], Isid.''Etym.''19.17.6 (where it is distinguished from ''Sericum''). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[de soie]].<br />'''Étymologie:''' [[σήρ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] [[zijden]], [[van zijde]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σηρικός:''' [[шелковый]] ([[ἐσθής]] Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σηρῐκός''': -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]]), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· [[νῆμα]] Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη [[ἐσθής]], [[μέταξα]], Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':shrikÒj 些里可士< | |sngr='''原文音譯''':shrikÒj 些里可士<br />'''詞類次數''':形,名(1)<br />'''原文字根''':絲<br />'''字義溯源''':絲的,絲綢,絲製的,綢子;源自([[σήπω]])X*=絲)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 絲綢(1) 啓18:12 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
σηρική, σηρικόν, (Σήρ)
A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as substantive, σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.
2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.
3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distinguished from Sericum).
German (Pape)
[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.
Russian (Dvoretsky)
σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).
English (Strong)
from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.
Greek Monolingual
και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.
Greek Monotonic
σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.
Middle Liddell
σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]
Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or σιρικόν, οῦ, a silken robe, silk, NTest.
Chinese
原文音譯:shrikÒj 些里可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:絲
字義溯源:絲的,絲綢,絲製的,綢子;源自(σήπω)X*=絲)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 絲綢(1) 啓18:12