στραγγός: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggos | |Transliteration C=straggos | ||
|Beta Code=straggo/s | |Beta Code=straggo/s | ||
|Definition= | |Definition=στραγγή, στραγγόν,<br><span class="bld">A</span> [[twisted]], [[crooked]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid.<br><span class="bld">II</span> [[complicated]], [[irregular]], πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., <b class="b3">αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν</b> [[more violent]] or [[serious]], Cass.''Pr.'' 14.<br><span class="bld">2</span> [[shameless]], Phot., Suid.<br><span class="bld">III</span> ([[στράγξ]]) [[flowing drop by drop]], κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. [[στραγγῶς]], καθαίρεσθαι ib.31.—In [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. written [[στραγός]]; in cod. Sor. [[στραγκός]]: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
στραγγή, στραγγόν,
A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.
II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.
2 shameless, Phot., Suid.
III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. στραγγῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).
German (Pape)
[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.
Greek Monolingual
και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.