ἀσκητός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askitos
|Transliteration C=askitos
|Beta Code=a)skhto/s
|Beta Code=a)skhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[curiously wrought]], νῆμα <span class="bibl">Od.4.134</span>; λέχος <span class="bibl">23.189</span>; χρίματα <span class="bibl">Xenoph.3.6</span>; εἵματα <span class="bibl">Theoc.24.140</span>; [[adorned]], [[decked]], [[πέπλῳ]] [[with]]... <span class="bibl">Id.1.33</span>, cf. <span class="title">AP</span>6.219.3 (Antip.). Adv. <b class="b3">-τῶς</b> prob.l. in <span class="bibl">Simon.157</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be got]] or [[reached by practice]], <b class="b3">οὐ διδακτὸν ἀλλ' </b>., of virtue, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span> 70a</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.23</span>; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1099b10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[exercised]], [[practised in]] a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span> 30</span>.</span>
|Definition=ἀσκητή, ἀσκητόν,<br><span class="bld">A</span> [[curiously wrought]], νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; [[adorned]], [[decked]], [[πέπλῳ]] [[with]]... Id.1.33, cf. ''AP''6.219.3 (Antip.). Adv. [[ἀσκητῶς]] prob.l. in Simon.157.<br><span class="bld">2</span> to [[be got by practice]] or to [[be reached by practice]], <b class="b3">οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀσκητόν</b>, of [[virtue]], Pl.''Men.'' 70a, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1099b10.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[exercised]], [[practised in]] a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀσκητὸς καὶ σοφός Plu.''Lyc.'' 30.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀσκέω]]): [[finely]] or [[curiously]] [[wrought]], Od. 23.189 ; [[νῆμα]], ‘[[fine]]-spun,’ Od. 4.134.
|auten=([[ἀσκέω]]): [[finely]] or [[curiously]] [[wrought]], Od. 23.189 ; [[νῆμα]], ‘[[fine]]-spun,’ Od. 4.134.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητός Medium diacritics: ἀσκητός Low diacritics: ασκητός Capitals: ΑΣΚΗΤΟΣ
Transliteration A: askētós Transliteration B: askētos Transliteration C: askitos Beta Code: a)skhto/s

English (LSJ)

ἀσκητή, ἀσκητόν,
A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. ἀσκητῶς prob.l. in Simon.157.
2 to be got by practice or to be reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀσκητόν, of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν Arist.EN 1099b10.
II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀσκητὸς καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1artísticamente elaborado, bien trabajado λέχος Od.23.189, νῆμα Od.4.134, Nonn.D.15.181, πῖλος Hes.Op.546, στάμων AP 6.160 (Antip.Sid.), εἵματα Theoc.24.140
muy elaborado, refinado ἀσκητοῖσ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι Xenoph.B 3.6
hecho artificialmente op. συμφυής: προκομία τε αὐτῶν (πιθήκων) Ael.NA 16.10.
2 c. dat. adornado con de pers. γυνὰ ... ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theoc.1.33, de un eunuco τις ... ἀ. εὐσπείροισι κορύμβοις AP 6.219.3 (Antip.Sid.)
de cosas ἀσκητὸν χρυσῷ ... κέρας un cuerno incrustado de oro, AP 6.332.4 (Adrian.)
fig. muy experto, ejercitado en c. dat. Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon.114.3D.
abs. entrenado ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc.30.
II de abstr. que se puede obtener por la práctica ἀρετή Pl.Men.70a, cf. X.Mem.1.2.23, Arist.EN 1099b10.

German (Pape)

[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;
2 exercé (dans un art);
3 qu'on peut acquérir par l'exercice.
Étymologie: ἀσκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκητός:
1 искусно сделанный (λέχος Hom.; εἵματα Theocr.);
2 украшенный, одетый (πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theocr.);
3 опытный, сведущий (ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plut.);
4 достигаемый упражнением, усваиваемый практически (τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ διδακτός, ἀλλ᾽ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.

English (Autenrieth)

(ἀσκέω): finely or curiously wrought, Od. 23.189 ; νῆμα, ‘fine-spun,’ Od. 4.134.

Greek Monolingual

ἀσκητός, -ή, -όν (Α) ασκώ
1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία
2. ο στολισμένος
3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση
4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀσκητός: -ή, -όν (ἀσκέω),
I. 1. κατεργασμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, πέπλῳ, με ένδυμα, πέπλο, σε Θεόκρ.
2. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με άσκηση, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. curiously wrought, Od.: adorned, πέπλωι with a robe, Theocr.
2. to be acquired by practice, Plat., Xen.
II. of persons, practised in a thing, c. dat., Plut.