διεκβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diekvallo
|Transliteration C=diekvallo
|Beta Code=diekba/llw
|Beta Code=diekba/llw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pass]] a needle, string, etc., [[through]], [[thread]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>98.10</span>, Heliod. ap.<span class="bibl">Orib.44.10.4</span>, Gal.10.417. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[subtract from]] ζῴδια [[in succession]], <span class="bibl">Vett.Val.175.35</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[pay through a bank]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1200.23</span> (Pass., i B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr. (sc. [[στρατόν]]), [[march through]], Στυμφαλίαν <span class="bibl">Plb.4.68.5</span>, prob. in <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of rivers, boundaries, etc., <b class="b3">δ. τὰ ὅρια εἰς</b><span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>15.8</span>; ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου <span class="bibl">Str.16.1.13</span>; δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ&lt;ν&gt; <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.154.9</span> (i A. D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[pass]] a needle, string, etc., [[through]], [[thread]], Hero ''Bel.''98.10, Heliod. ap.Orib.44.10.4, Gal.10.417.<br><span class="bld">2</span> [[subtract from]] ζῴδια [[in succession]], Vett.Val.175.35.<br><span class="bld">3</span> [[pay through a bank]], ''BGU''1200.23 (Pass., i B. C.).<br><span class="bld">II</span> intr. (''[[sc.]]'' [[στρατόν]]), [[march through]], Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, prob. in Plu.''Pel.''17.<br><span class="bld">2</span> of rivers, boundaries, etc., <b class="b3">δ. τὰ ὅρια εἰς</b>… [[LXX]] ''Jo.''15.8; ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου Str.16.1.13; δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ ''PLond.''2.154.9 (i A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διεγβ- <i>BGU</i> 1200.23 (I a.C.)<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[atravesar]], [[ir a través]] τὴν λίμνην Str.16.1.21, τὴν Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, τὴν δ' ἔρημον Plb.10.28.1, (τόπους) Plb.10.29.3, τὰ στενά Plu.<i>Pel</i>.17, τὸν Γαδειραῖον πορθμόν Plu.<i>Sert</i>.8, τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορον Plu.<i>Luc</i>.25, cf. Str.15.3.6.<br /><b class="num">2</b> [[asignar]], [[conceder]] en v. pas. διεγβαλλομένας εἰς τὸ ἡμῶν ἱερὸν τὰς ... πυροῦ ἀρτάβας ἑκατόν <i>BGU</i> [[l.c.]], cf. 1854.8 (I a.C.).<br /><b class="num">3</b> astr. [[medir un número dado de divisiones a partir de un punto fijo en una escala graduada]], [[numerar algo desde]] τὰς λοιπὰς (ἡμέρας) διέκβαλε ἀπ(ὸ) Θώθ astr. en <i>PRyl</i>.27.11, ἀπὸ τοῦ κεκληρωμένου ζῳδίου τὴν ἡμέραν διέκβαλλε Vett.Val.195.4, ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου διεκβαλοῦμεν Vett.Val.166.25.<br /><b class="num">4</b> [[pasar]], [[hacer pasar]] a través τὴν δὲ ἑτέραν (ἀρχὴν τοῦ τόνου) διὰ τῶν τρημάτων Hero <i>Bel</i>.98.9, δ. τε κάτω τὰ πέρατα τῶν δεσμῶν, ἀλλήλοις τε συνδεῖν [[ἐκεῖ]] pasar por debajo (del animal) los extremos de las cuerdas y anudarlos entre sí ahí</i> Gal.2.627, δ. χρὴ τὴν βελόνην ἔξωθεν [[εἴσω]] δι' αὐτοῦ μόνου (τοῦ ἐπιγαστρίου) Gal.10.418, cf. Aët.7.37, δ. τὸ διάπυρον σιδήριον ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστηρὰ μέρη τῆς μασχάλης Gal.18(1).375, en v. pas. προσκαταδεσμεῖ (τὸ [[βρέφος]]) κηρίαις διεκβαλλομέναις διὰ τῶν πλαγίων ἐκκοπῶν Sor.61.3, διὰ τῶν τῆς διαιρέσεως χειλῶν ἀγκτῆρες ῥαμμάτινοι διεκβαλλέσθωσαν Heliod. en Orib.44.7.4, cf. Gal.2.627.<br /><b class="num">5</b> [[sacar]], [[retirar]] χρίειν δὲ τὸ στόμα ... νάπυϊ τετριμμένῳ πειρώμενον τὸ προσπλασσόμενον τοῖς δακτύλοις δ. Paul.Aeg.3.9.3.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[discurrir a través]], [[pasar por]] de ríos y fronteras (ὁ Εὐφράτης) διὰ τοῦ Ταύρου διεκβαλών Str.16.1.13<br /><b class="num">•</b>[[extenderse]] c. prep. y ac. διεκβάλλει τὸ ὅριον ἀπὸ κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐπὶ πηγὴν ὕδατος [[LXX]] <i>Io</i>.15.9.<br /><b class="num">2</b> [[dar paso hacia]], [[desembocar en]] λιβὸς [[εἴσοδος]] καὶ ἔξοδος κοινὴ ... διεγβάλλουσα εἰς νότον καὶ βορρᾶ al oeste una entrada y salida común que da paso al sur y al norte</i>, <i>PLond</i>.154.9, cf. 24 (I d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0618.png Seite 618]] (s. [[βάλλω]]), durch etwas hindurch- u. hinauswerfen, Gal. – Scheinbar intr., durchgehen, χώραν Pol. 4, 68, 5; τὰ στενά Plut. Pelop. 17; τὸν πορθμόν, übersetzen, Sertor. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0618.png Seite 618]] (s. [[βάλλω]]), durch etwas hindurch- u. hinauswerfen, Gal. – Scheinbar intr., durchgehen, χώραν Pol. 4, 68, 5; τὰ στενά Plut. Pelop. 17; τὸν πορθμόν, übersetzen, Sertor. 8.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκβάλλω:'''<br /><b class="num">1</b> [[переходить]], [[проходить]] (τὴν Στυμφαλίαν Polyb.; τὰ στενά Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[переправляться]] (τὸν πορθμόν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκβάλλω''': [[ῥίπτω]] διὰ μέσου καὶ ἔξω, διαπερῶ καὶ [[ἐξάγω]], διά τινος Γαλην. 4, 463, 518. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), πορεύομαι διὰ μέσου, χώραν Πολύβ. 4. 68, 5, κτλ.
|lstext='''διεκβάλλω''': [[ῥίπτω]] διὰ μέσου καὶ ἔξω, διαπερῶ καὶ [[ἐξάγω]], διά τινος Γαλην. 4, 463, 518. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), πορεύομαι διὰ μέσου, χώραν Πολύβ. 4. 68, 5, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διεγβ- <i>BGU</i> 1200.23 (I a.C.)<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[atravesar]], [[ir a través]] τὴν λίμνην Str.16.1.21, τὴν Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, τὴν δ' ἔρημον Plb.10.28.1, (τόπους) Plb.10.29.3, τὰ στενά Plu.<i>Pel</i>.17, τὸν Γαδειραῖον πορθμόν Plu.<i>Sert</i>.8, τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορον Plu.<i>Luc</i>.25, cf. Str.15.3.6.<br /><b class="num">2</b> [[asignar]], [[conceder]] en v. pas. διεγβαλλομένας εἰς τὸ ἡμῶν ἱερὸν τὰς ... πυροῦ ἀρτάβας ἑκατόν <i>BGU</i> l.c., cf. 1854.8 (I a.C.).<br /><b class="num">3</b> astr. [[medir un número dado de divisiones a partir de un punto fijo en una escala graduada]], [[numerar algo desde]] τὰς λοιπὰς (ἡμέρας) διέκβαλε ἀπ(ὸ) Θώθ astr. en <i>PRyl</i>.27.11, ἀπὸ τοῦ κεκληρωμένου ζῳδίου τὴν ἡμέραν διέκβαλλε Vett.Val.195.4, ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου διεκβαλοῦμεν Vett.Val.166.25.<br /><b class="num">4</b> [[pasar]], [[hacer pasar]] a través τὴν δὲ ἑτέραν (ἀρχὴν τοῦ τόνου) διὰ τῶν τρημάτων Hero <i>Bel</i>.98.9, δ. τε κάτω τὰ πέρατα τῶν δεσμῶν, ἀλλήλοις τε συνδεῖν [[ἐκεῖ]] pasar por debajo (del animal) los extremos de las cuerdas y anudarlos entre sí ahí</i> Gal.2.627, δ. χρὴ τὴν βελόνην ἔξωθεν [[εἴσω]] δι' [[αὐτοῦ]] μόνου (τοῦ ἐπιγαστρίου) Gal.10.418, cf. Aët.7.37, δ. τὸ διάπυρον σιδήριον ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστηρὰ μέρη τῆς μασχάλης Gal.18(1).375, en v. pas. προσκαταδεσμεῖ (τὸ [[βρέφος]]) κηρίαις διεκβαλλομέναις διὰ τῶν πλαγίων ἐκκοπῶν Sor.61.3, διὰ τῶν τῆς διαιρέσεως χειλῶν ἀγκτῆρες ῥαμμάτινοι διεκβαλλέσθωσαν Heliod. en Orib.44.7.4, cf. Gal.2.627.<br /><b class="num">5</b> [[sacar]], [[retirar]] χρίειν δὲ τὸ στόμα ... νάπυϊ τετριμμένῳ πειρώμενον τὸ προσπλασσόμενον τοῖς δακτύλοις δ. Paul.Aeg.3.9.3.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[discurrir a través]], [[pasar por]] de ríos y fronteras (ὁ Εὐφράτης) διὰ τοῦ Ταύρου διεκβαλών Str.16.1.13<br /><b class="num">•</b>[[extenderse]] c. prep. y ac. διεκβάλλει τὸ ὅριον ἀπὸ κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐπὶ πηγὴν ὕδατος LXX <i>Io</i>.15.9.<br /><b class="num">2</b> [[dar paso hacia]], [[desembocar en]] λιβὸς [[εἴσοδος]] καὶ ἔξοδος κοινὴ ... διεγβάλλουσα εἰς νότον καὶ βορρᾶ al oeste una entrada y salida común que da paso al sur y al norte</i>, <i>PLond</i>.154.9, cf. 24 (I d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διεκβάλλω]]) [[εκβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[βελόνα]], [[σχοινί]] κ.λπ. [[πέρα]] [[πέρα]], [[βελονιάζω]]<br /><b>2.</b> (για ποτάμια) [[διασχίζω]] μια [[χώρα]], έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] διαδοχικά [[μερικά]] ζώδια από το [[σύνολο]] τους<br /><b>4.</b> [[πληρώνω]] χρήματα μέσω άλλου<br /><b>5.</b> [[ξοδεύω]]<br /><b>6.</b> (για όρια) εκτείνομαι, απλώνομαι.
|mltxt=(Α [[διεκβάλλω]]) [[εκβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[βελόνα]], [[σχοινί]] κ.λπ. [[πέρα]] [[πέρα]], [[βελονιάζω]]<br /><b>2.</b> (για ποτάμια) [[διασχίζω]] μια [[χώρα]], έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] διαδοχικά [[μερικά]] ζώδια από το [[σύνολο]] τους<br /><b>4.</b> [[πληρώνω]] χρήματα μέσω άλλου<br /><b>5.</b> [[ξοδεύω]]<br /><b>6.</b> (για όρια) εκτείνομαι, απλώνομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> переходить, проходить (τὴν Στυμφαλίαν Polyb.; τὰ στενά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> переправляться (τὸν πορθμόν Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκβάλλω Medium diacritics: διεκβάλλω Low diacritics: διεκβάλλω Capitals: ΔΙΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diekbállō Transliteration B: diekballō Transliteration C: diekvallo Beta Code: diekba/llw

English (LSJ)

A pass a needle, string, etc., through, thread, Hero Bel.98.10, Heliod. ap.Orib.44.10.4, Gal.10.417.
2 subtract from ζῴδια in succession, Vett.Val.175.35.
3 pay through a bank, BGU1200.23 (Pass., i B. C.).
II intr. (sc. στρατόν), march through, Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, prob. in Plu.Pel.17.
2 of rivers, boundaries, etc., δ. τὰ ὅρια εἰςLXX Jo.15.8; ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου Str.16.1.13; δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ PLond.2.154.9 (i A. D.).

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. διεγβ- BGU 1200.23 (I a.C.)
I tr.
1 atravesar, ir a través τὴν λίμνην Str.16.1.21, τὴν Στυμφαλίαν Plb.4.68.5, τὴν δ' ἔρημον Plb.10.28.1, (τόπους) Plb.10.29.3, τὰ στενά Plu.Pel.17, τὸν Γαδειραῖον πορθμόν Plu.Sert.8, τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορον Plu.Luc.25, cf. Str.15.3.6.
2 asignar, conceder en v. pas. διεγβαλλομένας εἰς τὸ ἡμῶν ἱερὸν τὰς ... πυροῦ ἀρτάβας ἑκατόν BGU l.c., cf. 1854.8 (I a.C.).
3 astr. medir un número dado de divisiones a partir de un punto fijo en una escala graduada, numerar algo desde τὰς λοιπὰς (ἡμέρας) διέκβαλε ἀπ(ὸ) Θώθ astr. en PRyl.27.11, ἀπὸ τοῦ κεκληρωμένου ζῳδίου τὴν ἡμέραν διέκβαλλε Vett.Val.195.4, ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου διεκβαλοῦμεν Vett.Val.166.25.
4 pasar, hacer pasar a través τὴν δὲ ἑτέραν (ἀρχὴν τοῦ τόνου) διὰ τῶν τρημάτων Hero Bel.98.9, δ. τε κάτω τὰ πέρατα τῶν δεσμῶν, ἀλλήλοις τε συνδεῖν ἐκεῖ pasar por debajo (del animal) los extremos de las cuerdas y anudarlos entre sí ahí Gal.2.627, δ. χρὴ τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω δι' αὐτοῦ μόνου (τοῦ ἐπιγαστρίου) Gal.10.418, cf. Aët.7.37, δ. τὸ διάπυρον σιδήριον ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστηρὰ μέρη τῆς μασχάλης Gal.18(1).375, en v. pas. προσκαταδεσμεῖ (τὸ βρέφος) κηρίαις διεκβαλλομέναις διὰ τῶν πλαγίων ἐκκοπῶν Sor.61.3, διὰ τῶν τῆς διαιρέσεως χειλῶν ἀγκτῆρες ῥαμμάτινοι διεκβαλλέσθωσαν Heliod. en Orib.44.7.4, cf. Gal.2.627.
5 sacar, retirar χρίειν δὲ τὸ στόμα ... νάπυϊ τετριμμένῳ πειρώμενον τὸ προσπλασσόμενον τοῖς δακτύλοις δ. Paul.Aeg.3.9.3.
II intr.
1 discurrir a través, pasar por de ríos y fronteras (ὁ Εὐφράτης) διὰ τοῦ Ταύρου διεκβαλών Str.16.1.13
extenderse c. prep. y ac. διεκβάλλει τὸ ὅριον ἀπὸ κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐπὶ πηγὴν ὕδατος LXX Io.15.9.
2 dar paso hacia, desembocar en λιβὸς εἴσοδος καὶ ἔξοδος κοινὴ ... διεγβάλλουσα εἰς νότον καὶ βορρᾶ al oeste una entrada y salida común que da paso al sur y al norte, PLond.154.9, cf. 24 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 618] (s. βάλλω), durch etwas hindurch- u. hinauswerfen, Gal. – Scheinbar intr., durchgehen, χώραν Pol. 4, 68, 5; τὰ στενά Plut. Pelop. 17; τὸν πορθμόν, übersetzen, Sertor. 8.

Russian (Dvoretsky)

διεκβάλλω:
1 переходить, проходить (τὴν Στυμφαλίαν Polyb.; τὰ στενά Plut.);
2 переправляться (τὸν πορθμόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διεκβάλλω: ῥίπτω διὰ μέσου καὶ ἔξω, διαπερῶ καὶ ἐξάγω, διά τινος Γαλην. 4, 463, 518. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), πορεύομαι διὰ μέσου, χώραν Πολύβ. 4. 68, 5, κτλ.

Greek Monolingual

διεκβάλλω) εκβάλλω
1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω
2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο
αρχ.
1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι
2. περιέρχομαι
3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους
4. πληρώνω χρήματα μέσω άλλου
5. ξοδεύω
6. (για όρια) εκτείνομαι, απλώνομαι.