ἐπίσκηνος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episkinos | |Transliteration C=episkinos | ||
|Beta Code=e)pi/skhnos | |Beta Code=e)pi/skhnos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίσκηνον,<br><span class="bld">A</span> [[at]] or [[before the tent]], i.e. [[public]], γόοι [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''579.<br><span class="bld">2</span>. <b class="b3">οἱ ἐ.</b> [[the soldiers quartered]] (in the towns), Plu.''Sert.''24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. [[ἐπισκηνόω]]<br><span class="bld">II</span>. [[on the stage]]: <b class="b3">ἡ ἐ.</b>, as [[substantive]], = [[ἐπισκήνιον]], Vitr.5.6.6.<br><span class="bld">III</span>. [[external]], [[adventitious]], ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.<br><span class="bld">IV</span>. [[ἐπίσκηνα]], τά, festival at Sparta, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίσκηνον,
A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579.
2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. ἐπισκηνόω
II. on the stage: ἡ ἐ., as substantive, = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6.
III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.
IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.
German (Pape)
[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσκηνος:
1 находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;
2 живущий в палатке (см. ἐπίσκηνοι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
Greek Monolingual
ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.
Greek Monotonic
ἐπίσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, δηλ. πρόδηλος, φανερός, δημόσιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπί-σκηνος, ον σκηνή
at or before the tent, i. e. public, Soph.