δογματικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dogmatikos
|Transliteration C=dogmatikos
|Beta Code=dogmatiko/s
|Beta Code=dogmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[doctrines]], [[didactic]], ([[διάλογοι]]) Quint.<span class="title">Inst.</span>2.15.26. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, <b class="b3">δ. ἰατροί</b> physicians [[who go by general principles]], opp. [[ἐμπειρικοί]] and [[μεθοδικοί]], Dsc.<span class="title">Ther.Praef.</span>, Gal.1.65; in Philosophy, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.1</span>, <span class="bibl">D.L.9.70</span>, etc.; δ. ὑπολήψεις <span class="bibl">Id.9.83</span>; δ. φιλοσοφία <span class="bibl">S.E. <span class="title">P.</span>1.4</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.L.9.74</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.197</span>: Comp. -κώτερον <span class="bibl">Id.<span class="title">M.</span> 6.4</span>.</span>
|Definition=δογματική, δογματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of doctrines]] or [[for doctrines]], [[didactic]], ([[διάλογοι]]) Quint.''Inst.''2.15.26.<br><span class="bld">II</span> of persons, <b class="b3">δ. ἰατροί</b> [[physician]]s [[who go by general principles]], opp. [[ἐμπειρικός|ἐμπειρικοί]] and [[μεθοδικός|μεθοδικοί]], Dsc.''Ther.Praef.'', Gal.1.65; in Philosophy, S.E.''M.''7.1, D.L.9.70, etc.; δ. ὑπολήψεις Id.9.83; δ. [[φιλοσοφία]] S.E. ''P.''1.4. Adv. [[δογματικῶς]] D.L.9.74, S.E.''P.''1.197: Comp. δογματικώτερον Id.''M.'' 6.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[doctrinal]], [[sobre principios doctrinales]], [[teórico]] fil. αἱ σοφιστῶν δογματικαὶ ἔριδες Ph.1.508, de algunos diálogos platónicos, op. [[ἐλεγκτικός]] Quint.<i>Inst</i>.2.15.26, χώρα δ. el campo doctrinal</i> como propio del estoico Zenón de Cition, Arr.<i>Epict</i>.3.19.20, ref. la doctrina crist. πραγματεία Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.10, cf. Eus.<i>PE</i> 11 proem.3, (ψαλμός) Eus.M.24.44A, πᾶσα σχεδὸν φωνὴ δ. [[κακουργεῖσθαι]] δύναται παρὰ τῶν αἱρετικῶν casi toda palabra de doctrina puede ser tergiversada por los herejes</i> Eust.Mon.<i>Ep</i>.62, <i>instrumenta dogmatica</i> Cassiod.<i>Inst.Diu</i>.1.32.3, λόγος ... ὁ δ. op. [[ἠθικὸς λόγος]] Chrys.M.61.669, neutr. sup. como adv., Ph.1.161.<br /><b class="num">2</b> [[basado en principios doctrinales o teóricos]], [[dogmático]] ὑπολήψεις D.L.9.83, cf. 70, [[φιλοσοφία]] δ. op. la empírica o escéptica, S.E.<i>P</i>.1.4, <i>M</i>.11.131, neutr. compar. como adv., S.E.<i>M</i>.6.4.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[que limita su enseñanza a principios doctrinales y teóricos]] οἱ δογματικοὶ τῶν φιλοσόφων o simpl. [[οἱ δογματικοί]] = [[los dogmáticos]]</i> frec. de los estoicos, S.E.<i>P</i>.1.3, <i>M</i>.7.1 <i>passim</i>, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.5.16<br /><b class="num">•</b>medic. ἰατροὶ δογματικοί = médicos dogmáticos</i>, que practican una medicina basada en principios generales o teóricos</i> op. [[ἐμπειρικοί]], μεθοδικοὶ ἰατροί Dsc.<i>Ther</i>.proem.p.54, Gal.1.65, [[αἵρεσις]] Gal.15.205, Marcell. en Eus.<i>Marcell</i>.1.4.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δογματικῶς]] = [[dogmáticamente]] λέγειν S.E.<i>P</i>.1.197, δ. [[φιλοσοφεῖν]] S.E.<i>M</i>.7.291, [[ἀποφαίνεσθαι]] S.E.<i>P</i>.1.210, D.L.9.74, ἀποφηνάμενος ὅτι dicho de Platón, Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2, δ. (<i>scribere</i>) op. [[γυμναστικῶς]] como género ret., Hier.<i>Ep</i>.49.13, rel. la doctrina crist., Basil.<i>Ep</i>.210.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des [[ἐμπειρικός]]; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im <span class="ggns">Gegensatz</span> des [[ἐμπειρικός]]; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.
}}
{{ls
|lstext='''δογματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς γνώμας, [[διδακτικός]], διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dogmatique, <i>càd</i> qui se fonde sur des principes.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]].
|btext=ή, όν :<br />dogmatique, <i>càd</i> qui se fonde sur des principes.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[doctrinal]], [[sobre principios doctrinales]], [[teórico]] fil. αἱ σοφιστῶν δογματικαὶ ἔριδες Ph.1.508, de algunos diálogos platónicos, op. [[ἐλεγκτικός]] Quint.<i>Inst</i>.2.15.26, χώρα δ. el campo doctrinal</i> como propio del estoico Zenón de Cition, Arr.<i>Epict</i>.3.19.20, ref. la doctrina crist. πραγματεία Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.10, cf. Eus.<i>PE</i> 11 proem.3, (ψαλμός) Eus.M.24.44A, πᾶσα σχεδὸν φωνὴ δ. κακουργεῖσθαι δύναται παρὰ τῶν αἱρετικῶν casi toda palabra de doctrina puede ser tergiversada por los herejes</i> Eust.Mon.<i>Ep</i>.62, <i>instrumenta dogmatica</i> Cassiod.<i>Inst.Diu</i>.1.32.3, λόγος ... ὁ δ. op. ἠθικὸς λόγος Chrys.M.61.669, neutr. sup. como adv., Ph.1.161.<br /><b class="num">2</b> [[basado en principios doctrinales o teóricos]], [[dogmático]] ὑπολήψεις D.L.9.83, cf. 70, φιλοσοφία δ. op. la empírica o escéptica, S.E.<i>P</i>.1.4, <i>M</i>.11.131, neutr. compar. como adv., S.E.<i>M</i>.6.4.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[que limita su enseñanza a principios doctrinales y teóricos]] οἱ δογματικοὶ τῶν φιλοσόφων o simpl. οἱ δογματικοί los dogmáticos</i> frec. de los estoicos, S.E.<i>P</i>.1.3, <i>M</i>.7.1 <i>passim</i>, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.5.16<br /><b class="num">•</b>medic. ἰατροὶ δογματικοί médicos dogmáticos</i>, que practican una medicina basada en principios generales o teóricos</i> op. ἐμπειρικοί, μεθοδικοὶ ἰατροί Dsc.<i>Ther</i>.proem.p.54, Gal.1.65, [[αἵρεσις]] Gal.15.205, Marcell. en Eus.<i>Marcell</i>.1.4.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[dogmáticamente]] λέγειν S.E.<i>P</i>.1.197, δ. φιλοσοφεῖν S.E.<i>M</i>.7.291, ἀποφαίνεσθαι S.E.<i>P</i>.1.210, D.L.9.74, ἀποφηνάμενος ὅτι dicho de Platón, Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2, δ. (<i>scribere</i>) op. γυμναστικῶς como género ret., Hier.<i>Ep</i>.49.13, rel. la doctrina crist., Basil.<i>Ep</i>.210.5.
|elrutext='''δογμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> филос. [[утверждающий возможность теоретического познания]] (αἱ φιλοσοφίαι [[τρεῖς]] εἶναι - δογματική, ἀκαδημαϊκη, σκεπτική Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[излагающий учение]] (διάλογοι Quint.).<br /><b class="num">II</b> [[догматик]] (философ, исходящий из достоверности человеческого познания) Sext., Diog. L.
}}
{{ls
|lstext='''δογματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς γνώμας, [[διδακτικός]], διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δογματικός]], -ή, -όν) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που υποστηρίζει τη [[βεβαιότητα]] της γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου η [[διδασκαλία]] στηρίζεται σε [[δόγμα]] («[[δογματική]] [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντίρρηση]], που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δογματική]]<br />ο [[κλάδος]] της θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική [[διδασκαλία]] για τη χριστιανική [[πίστη]], δηλ. την [[ουσία]], τις ιδιότητες και το τριαδικόν του θεού [[καθώς]] [[επίσης]] τις σχέσεις και τις ενέργειες του θεού [[προς]] τον κόσμο και [[προς]] τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», [[διδακτικός]]<br /><b>2.</b> «[[δογματικός]] [[ιατρός]]» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα [[προς]] τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δογματικόν</i><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος που αναφέρεται στο [[δόγμα]] της Αγ. Τριάδας, της ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δογματικός]], -ή, -όν) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που υποστηρίζει τη [[βεβαιότητα]] της γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου η [[διδασκαλία]] στηρίζεται σε [[δόγμα]] («[[δογματική]] [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντίρρηση]], που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δογματική]]<br />ο [[κλάδος]] της θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική [[διδασκαλία]] για τη χριστιανική [[πίστη]], δηλ. την [[ουσία]], τις ιδιότητες και το τριαδικόν του θεού [[καθώς]] [[επίσης]] τις σχέσεις και τις ενέργειες του θεού [[προς]] τον κόσμο και [[προς]] τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», [[διδακτικός]]<br /><b>2.</b> «[[δογματικός]] [[ιατρός]]» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα [[προς]] τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δογματικόν</i><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος που αναφέρεται στο [[δόγμα]] της Αγ. Τριάδας, της ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»).
}}
{{elru
|elrutext='''δογμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> филос. утверждающий возможность теоретического познания (αἱ φιλοσοφίαι [[τρεῖς]] εἶναι - δογματική, ἀκαδημαϊκη, σκεπτική Sext.);<br /><b class="num">2)</b> излагающий учение (διάλογοι Quint.).<br /><b class="num">II</b> ὁ догматик (философ, исходящий из достоверности человеческого познания) Sext., Diog. L.
}}
}}