σφοδρύνω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfodryno | |Transliteration C=sfodryno | ||
|Beta Code=sfodru/nw | |Beta Code=sfodru/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make vehement]], [[intensify]], Ph.1.355, Porph.''in Harm.''p.238W.:—Pass., to [[be vehement]] or [[become vehement]], <b class="b3">σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι</b> thou puttest overweening trust in.., A.''Pr.''1011; <b class="b3">ποιότητες σφοδρυνόμεναι</b>, opp. [[μαραινόμεναι]], Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; [[πόνος]] (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act.. ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.''Pr.''1.73. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σφοδρύνω [σφοδρός] alleen pass. zich heftig gedragen, fel zijn. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be vehement or become vehement, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in.., A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.
II intr. in Act.. ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73.
German (Pape)
[Seite 1051] heftig, hitzig machen, pass. σφοδρύνομαι, heftig, ungestüm sein, werden, Aesch. Prom. 1013, τινί, worauf trotzen, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
rendre violent ou impétueux;
Pass. 1 devenir violent ou fort;
2 fig. faire le fort, se prévaloir de, τινι.
Étymologie: σφοδρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφοδρύνω [σφοδρός] alleen pass. zich heftig gedragen, fel zijn.
Russian (Dvoretsky)
σφοδρύνω: придавать силу, делать сильным: ποιότης σφοδρυνομένη Plut. усилившееся качество; σφοδρύνεσθαι ἀσθενεῖ σοφίσματι Aesch. неистовствовать в своем безумии.
Greek (Liddell-Scott)
σφοδρύνω: καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· γίνομαι, καθίσταμαι σφοδρός, ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πολυδ. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.
Greek Monolingual
ΜΑ σφοδρός
1. καθιστώ κάτι σφοδρό, έντονο, ορμητικό
2. μέσ. σφοδρύνομαι
(κυρίως για νόσο) επιδεινώνομαι
αρχ.
1. (αμτβ.) (κυρίως για άνεμο) γίνομαι σφοδρός, ισχυρός
2. μέσ. γίνομαι θρασύς, αποκτώ έπαρση.